Canalblog
Editer l'article Suivre ce blog Administration + Créer mon blog
Publicité
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
12 novembre 2013

ΑΠΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Φυσικά Οικοσυστήματα

1.    Η έννοια του οικοσυστήματος

Ένα οικοσύστημα αποτελείται από μια οργανωμένη ενότητα βιοτικών (φυτά, ζώα, μικροοργανισμοί) και αβιοτικών παραγόντων (νερό, έδαφος, αέρας) που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ενέργεια, υλικά και πληροφορία και τροφοδοτούνται από μια πηγή ενέργειας. Το μέγεθος ενός οικοσυστήματος είναι τυχαίο και τα όρια του ορίζονται από τον ερευνητή που επιθυμεί να το μελετήσει. Έτσι οικοσύστημα μπορεί να θεωρηθεί ένα φυτό, ένα δάσος, μια λίμνη, ένα πέλαγος, το μέρος της γης που καλύπτεται από θαλασσινό νερό, το στερεό τμήμα της γης, ή ακόμα και ολόκληρος ο πλανήτης γη.

Παράδειγμα ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος αποτελεί και ένα δέντρο. Το δέντρο προσλαμβάνει διοξείδιο του άνθρακα (CO2)από την ατμόσφαιρα, απορροφάνερό και ανόργανες ενώσεις από το έδαφος και χρησιμοποιεί την ηλιακήενέργεια για να συνθέσει οργανικές ενώσεις με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Οι οργανισμοί αυτοί (ανώτερα φυτά, φύκη) που μέσω της φωτοσύνθεσης συνθέτουν πολύπλοκες οργανικές ενώσεις ονομάζονται αυτότροφοι ή πρωτογενείς παραγωγοί. Τα διάφορα τμήματα του δέντρου (φύλλα, καρποί, ρίζες) αποτελούν πηγή τροφής για πολλά φυτοφάγα έντομα και ζώα, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν τροφή για τα σαρκοφάγα ζώα. Οι οργανισμοί εκείνοι που δε φωτοσυνθέτουν, αλλά προσλαμβάνουν έτοιμη οργανική ύλη καθώς τρέφονται με άλλους οργανισμούς ονομάζονται ετερότροφοι ή καταναλωτές. Οι φυτοφάγοι οργανισμοί αποτελούν τους καταναλωτές α΄ βαθμίδας, ενώ οι σαρκοφάγοι τους καταναλωτές των ανώτερων βαθμίδων. Τα υπολείμματα των φυτικών και ζωικών οργανισμών (π.χ. περιττώματα, νεκροί οργανισμοί) που καταλήγουν στο έδαφος διασπώνται από μικροοργανισμούς που ονομάζονται αποικοδομητές σε απλούστερες οργανικές και ανόργανες ενώσεις. Τελικά, οι ανόργανες αυτές ενώσεις και το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνονται κατά την αποικοδόμηση της οργανικής ύλης απορροφώνται και πάλι από το δέντρο (και γενικά από τους παραγωγούς) κατά τη φωτοσύνθεση. Με το παραπάνω παράδειγμα μπορεί να γίνει σαφής η αλληλεξάρτηση μεταξύ των αβιοτικών και των βιοτικών παραγόντων ενός οικοσυστήματος.

Οι οργανισμοί ενός οικοσυστήματος σχηματίζουν μια τροφική αλυσίδα, μέσω της οποίας προσδιορίζεται η μεταφορά ενέργειας από τον ένα οργανισμό στον άλλον. Τη βάση μιας τροφικής αλυσίδας αποτελούν οι αποικοδομητές, τη συνέχειά της οι παραγωγοί και οι καταναλωτές α΄ βαθμίδας και την κορυφή της οι καταναλωτές των ανώτερων βαθμίδων. Βέβαια, επειδή στην πραγματικότητα κάθε οργανισμός δεν τρέφεται μόνο με ένα είδος, τελικά σχηματίζονται σύνθετα δίκτυα τροφικών σχέσεων που ονομάζονται τροφικά πλέγματα.

2.   Η σημασία της βιοποικιλότητας

Η βιοποικιλότητα είναι η έκφραση της ποικιλίας της ζωής που δημιουργήθηκε μέσα από δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης. Η βιοποικιλότητα μπορεί να αναφέρεται στα γονίδια, στα φυτικά και ζωικά είδη (χλωρίδα και πανίδα), στους πληθυσμούς ή στα οικοσυστήματα.

Η διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι απαραίτητη για την ισορροπία των οικοσυστημάτων και των τροφικών πλεγμάτων. Επίσης η βιοποικιλότητα έχει μεγάλη οικονομική, πολιτιστική και αισθητική αξία για τον άνθρωπο. Πολλά από τα υλικά που βελτιώνουν το επίπεδο της καθημερινής μας ζωής σχετικά με τη διατροφή μας, την ένδυσή μας και την ιατρο­φαρμα­κευ­τική μας περίθαλψη προέρχονται από φυτικά και ζωικά είδη. Η ιατρική βασίζει μεγάλο μέρος των ερευνών της για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων στις ιδιότητες φυτικών ή ζωικών ουσιών. Για παράδειγμα, η ιτιά αποτέλεσε τη βάση για την παραγωγή της ασπιρίνης, πολλά είδη μυκήτων χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αντιβιοτικών, ο ίταμος (Taxusbaccata) αποτελεί πηγή παραγωγής της αντικαρκινικής ουσίας ταξόλης, το δηλητήριο κάποιων φιδιών χρησιμοποιείται για την παρασκευή αιμοπηκτικών φαρμάκων, ενώ ορισμένοι σπόγγοι χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της απόρριψης των μοσχευμάτων. Επίσης, πολλά άγρια βότανα (τσάι, φασκόμηλο, μέντα, τίλιο, χαμομήλι) χρησιμοποιούνται προληπτικά ή καταπραϋντικά, για να καταπολεμήσουν την κούραση, τους πονοκεφάλους ή άλλες ενοχλήσεις.

Οι φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί αποτελούν κατά βάση την τροφή μας. Επίσης, κάποιοι μικροοργανισμοί συμβάλλουν ενεργά στην οικονομία και τη διατροφή μας, όπως για παράδειγμα, στην παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊόντων, του ψωμιού και του κρασιού. Η γενετική ποικιλότητα είναι εξαιρετικής σημασίας και για τη γεωργία. Ο κατάλληλος συνδυασμός καλλιεργήσιμων ειδών εξασφαλίζει καλύτερη απόδοση της παραγωγής και καλύτερη άμυνα έναντι σε παράσιτα και έντομα. Τα καλλιεργήσιμα φυτά, για να αναπτυχθούν και να καρποφορήσουν, χρειάζονται πλήθος άλλων οργανισμών οι οποίοι συμμετέχουν στην επικονίαση, στον εμπλουτισμό του εδάφους και στη δέσμευση του αζώτου. Έτσι, για παράδειγμα, οι γαιοσκώληκες και τα μυρμήγκια συμβάλλουν στον αερισμό του εδάφους, οι πασχαλίτσες τρώνε τις αφίδες, ενώ τα πουλιά τρώνε τις κάμπιες που καταστρέφουν τους καρπούς.

Η βιοποικιλότητα είναι βασική προϋπόθεση για την επιβίωση και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Η διατήρηση των περιβαλλοντικών και κλιματικών συνθηκών του πλανήτη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη ρύθμιση των γεωχημικών κύκλων των στοιχείων (νερού, άνθρακα, αζώτου κ.ά.), των οποίων η φυσιολογική ροή διασφαλίζεται από τη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων.

3.   Τύποι φυσικών οικοσυστημάτων

Φ Υ Σ Ι Κ Α   Ο Ι Κ Ο Σ Υ Σ Τ Η Μ Α Τ Α

ΧΕΡΣΑΙΑ  ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΥΔΑΤΙΝΑ
 ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Δάση

Μακκία

Φρύγανα

Λειμώνες

Γεωργικά

Π Α Ρ Α Κ Τ Ι Α  Ζ Ω Ν Η

ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ  ΥΔΑΤΑ

ΧΕΡΣΑΙΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΖΩΝΗΣ

ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΖΩΝΗΣ

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗ­ΜΑΤΑ

ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΥΔΑΤΑ

ΥΠΟΓΕΙΑ ΥΔΑΤΑ

Αμμώδεις ακτές

Θίνες

Βραχώδεις ακτές

Παράκτια δάση & Θαμνώνες

Εκβολές & Δέλτα

Λιμνοθάλασσες

Έλη

Αλυκές

 

Λίμνες

Ποτάμια

 


Α.    Χερσαία Οικοσυστήματα

Ως χερσαία ορίζονται τα οικοσυστήματα που βρίσκονται στο χερσαίο μέρος του πλανήτη. Μερικά από αυτά είναι: τα δασικά οικοσυστήματα, τα φρυγανικά, οι λειμώνες και τα οικοσυστήματα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

1.    Αβιοτικοί παράγοντες χερσαίου οικοσυστήματος

1.1. Έδαφος

Έδαφος είναι το ανώτερο τμήμα της λιθόσφαιρας στο οποίο ριζώνουν τα φυτά της ξηράς. Το έδαφος προσφέρει στα φυτά στήριξη, νερό, θρεπτικά στοιχεία και οξυγόνο. Αποτελεί μέσο συσκότισης των ριζών τους, ώστε να διακλαδίζονται καλύτερα και να μπορεί το φυτό να απορροφά περισσότερα θρεπτικά στοιχεία και νερό. Ρυθμίζει τη θερμοκρασία και το pH στο περιβάλλον των ριζών και τις προστατεύει από ακραίες συνθήκες. Επίσης, στο έδαφος ζουν οι μικροοργανισμοί που είναι απαραίτητοι για τις βιολογικές διεργασίες των φυτών και την αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών. Το έδαφος αποτελεί φυσικό πόρο ο οποίος δεν πρέπει να υποβαθμίζεται. Η υποβάθμισή του αφορά στην αλλαγή των ιδιοτήτων του (βλ. 1.1.2.), με τρόπο που προκαλεί μείωση της γονιμότητας και της παραγωγικότητάς του και μερικές φορές καταλήγει σε ερημοποίηση (βλ. 1.1.3.). Η ορθή διαχείρισή του προϋποθέτει γνώσεις, υπευθυνότητα και ευαισθησία.

1.1.1. Εδαφογένεση

Η διαδικασία της δημιουργίας του εδάφους ονομάζεται «εδαφογένεση». Το έδαφος προέρχεται από πετρώματα και οργανική ουσία, υλικά τα οποία κάτω από κάποιες συνθήκες «μετασχηματίστηκαν». Η κύρια αιτία για τη δημιουργία του εδάφους είναι η αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων. Τα πετρώματα αποτελούνται από ένα ή περισσότερα ορυκτά, τα οποία είναι ενώσεις συγκεκριμένης χημικής σύστασης. Κατά τη διαδικασία της αποσάθρωσης τα μητρικά πετρώματα μπορεί να υποστούν αλλοιώσεις στη χημική τους σύσταση, με αποτέλεσμα το έδαφος να έχει διαφορετική σύσταση. Η αποσάθρωση την οποία υφίσταται ένα πέτρωμα μπορεί να είναι:

  • Φυσική ή μηχανική και να οφείλεται στη θερμοκρασία, την υγρασία και τον άνεμο
  • Χημική και να οφείλεται σε διάλυση, οξείδωση, εφυδάτωση και υδρόλυση
  • Βιολογική και να οφείλεται στις βιολογικές διεργασίες των μικροοργανισμών του εδάφους και των ριζών (π.χ. εκκρίσεις διαφόρων ουσιών).

Το έδαφος που προκύπτει μετά την αποσάθρωση, παρόλο που είναι διαφορετικό από το μητρικό υλικό του, έχει κληρονομήσει πολλές από τις ιδιότητές του. Συνεπώς, γνωρίζοντας τα συστατικά και τις ιδιότητες των πετρωμάτων, μπορούμε να προβλέψουμε και τις ιδιότητες των εδαφών που θα προκύψουν από αυτά.

Ο δεύτερος παράγοντας στον οποίο οφείλεται η δημιουργία του εδάφους είναι η αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών που προέρχονται από φυτικά υπολείμματα, νεκρούς οργανισμούς ή είναι προϊόντα μεταβολισμού των οργανισμών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία χούμου. Ο χούμος είναι μερικώς αποσυντιθέμενη οργανική ύλη που βελτιώνει την εδαφική δομή (βλ. 1.1.2.), δρώντας σαν συγκολλητική ουσία των ανόργανων τεμαχιδίων. Η αποσάθρωση των μητρικών πετρωμάτων και η αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών του εδάφους επηρεάζονται από το κλίμα της περιοχής και από το τοπογραφικό ανάγλυφο. Για το λόγο αυτό, ο χρόνος δημιουργίας και το είδος του εδάφους εξαρτώνται από το κλίμα, το μητρικό υλικό, τη βλάστηση, και το τοπογραφικό ανάγλυφο. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι για τη δημιουργία εδάφους πάχους 1 εκατοστού απαιτούνται κατά μέσον όρο 200 χρόνια και ότι συντελείται χωρίς τη συμμετοχή του ανθρώπου.

1.1.2. Ιδιότητες του εδάφους

Οι φυσικές ιδιότητες αναφέρονται στην υφή και τη δομή του εδάφους και επηρεάζουν την ικανότητα αερισμού και συγκράτησης νερού. Η υφή του εδάφουςκαθορίζεται από το μέγεθος των σωματιδίων από τα οποία αποτελείται (άμμος 2-0,02 χιλ., ιλύς ή πηλός 0,02-0,002 χιλ. και άργιλος <0,002 χιλ.). Τα εδάφη ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε άμμο, ιλύ και άργιλο χαρακτηρίζονται ως:

  • Ελαφρά (μεγάλη περιεκτικότητα σε άμμο)
  • Μέσης σύστασης
  • Βαριά (μεγάλη περιεκτικότητα σε άργιλο)

Η δομή του εδάφουςκαθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο ενώνονται τα εδαφικά σωματίδια (άμμος, ιλύς και άργιλος) και σχηματίζουν συσσωματώματα (κομμάτια εδάφους μεγέθους μέχρι 5 εκατοστά). Οι παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία της εδαφικής δομής είναι κυρίως η άργιλος, η οργανική ουσία (παίζει συγκολλητικό ρόλο) και οι μικροοργανισμοί που διαβιούν στο έδαφος (βλ. 2.). Η κατανομή των συσσωματωμάτων σε διάφορα μεγέθη καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των εδαφικών πόρων. Ο συνολικός χώρος που καταλαμβάνουν οι εδαφικοί πόροι ονομάζεται πορώδες του εδάφους και πληρούται με νερό και αέρα. Το εδαφικό πορώδες επηρεάζει τους μικροοργανισμούς, τη διηθητικότητα, τη θερμοκρασία του εδάφους και διευκολύνει τη δίοδο των ριζών. Σημασία για τη δομή του εδάφους δεν έχει μόνο το μέγεθος των συσσωματωμάτων, αλλά και η ικανότητά τους να αντέχουν το θρυμματισμό από εξωτερικές δυνάμεις, όπως για παράδειγμα από τα καλλιεργητικά εργαλεία κατά την κατεργασία του εδάφους, από το νερό ή από τη συμπίεση με βαριά μηχανήματα. Μια καλή και σταθερή δομή διατηρεί ακέραιο το πορώδες του εδάφους και μετριάζει σημαντικά τον κίνδυνο απώλειάς του λόγω διάβρωσης από τα νερά της βροχής. Το πορώδες διευκολύνει την είσοδο του νερού μέσα στο έδαφος μετριάζοντας έτσι την επιφανειακή απορροή που είναι η κύρια αιτία μεταφοράς συστατικών του εδάφους στους υδατοσυλλέκτες.

Οι χημικές ιδιότητες αφορούν στην περιεκτικότητα του εδάφους σε ανόργανα θρεπτικά στοιχεία, δηλαδή τη γονιμότητα του εδάφους. Επίσης, τα ανόργανα στοιχεία επηρεάζουν το pH του εδάφους, δηλαδή καθορίζουν, αν το έδαφος είναι όξινο ή αλκαλικό.

Οι βιολογικές ιδιότητες αναφέρονται στην περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ύλη (χούμο). Η οργανική ύλη βελτιώνει την εδαφική δομή, αποτελεί πηγή ανόργανων θρεπτικών στοιχείων (π.χ. αζώτου, φωσφόρου) και συγκρατεί ποσότητες νερού που απορροφάται κατόπιν από τις ρίζες των φυτών.

1.1.3. Ερημοποίηση εδάφους

Ερημοποίηση είναι η μείωση του παραγωγικού δυναμικού των εδαφών κατά 25% ή περισσότερο. Η γονιμότητα του εδάφους δεν είναι απεριόριστη και μεταβάλλεται με το χρόνο, λόγω της επίδρασης διαφόρων παραγόντων, όπως η έκπλυση θρεπτικών στοιχείων από το νερό της βροχής κ.λπ. Η μέτρια ερημοποίηση προκαλεί πτώση της παραγωγικότητας του εδάφους κατά 25-50%, ενώ η πολύ σοβαρή ερημοποίηση συνεπάγεται πτώση της παραγωγικότητας άνω του 50%, οπότε εμφανίζεται αδυναμία ανάκαμψης της παραγωγι­κό­τητας ή και αλλαγή της σύνθεσης του οικοσυστήματος ως προς τα φυτικά είδη που περιέχει. Εξαιτίας της ερημοποίησης είναι δυνατόν να δημιουργηθούν μεγάλες χαράδρες ή αμμοθίνες ανάλογα με την ορυκτολογική σύσταση του εδάφους.

Η καταστροφή της δομής του εδάφους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του πορώδους, τη μείωση της προσροφητικότητας του νερού, την αύξηση της επιφανειακής απορροής και, κατά συνέπεια, τη διάβρωση του επιφανειακού γόνιμου εδαφικού στρώματος. Όταν η διάβρωση είναι έντονη, είναι δύσκολο έως αδύνατο να αναπτυχθούν φυτά στο έδαφος, με αποτέλεσμα να προκαλείται ερημοποίηση. Επίσης, τα φυτά δεν μπορούν να αναπτυχθούν σε εδάφη που δεν έχουν την κατάλληλη σύσταση, είναι φτωχά και άγονα ή χαρακτηρίζονται από αλάτωση, οξίνιση κ.λπ. Η έλλειψη βλάστησης προκαλεί διάβρωση του εδάφους από το νερό και τον αέρα και τελικά, μείωση της παραγωγικότητάς του. Και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ερημοποίηση, προηγήθηκε η διάβρωση του εδάφους.

Οι διεργασίες που υποβαθμίζουν το έδαφος, προκαλούν διάβρωση και οδηγούν στην ερημοποίηση είναι:

  • Η υπερβόσκηση σε ευάλωτες ξηρές και ημίξηρες περιοχές (π.χ. Δ. Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, Λέσβος, Χίος, Λήμνος, Ικαρία)
  • Η εφαρμογή αρδευτικών συστημάτων που οδηγούν σε διάβρωση και αλάτωση των εδαφών
  • Η καλλιέργεια εδαφών με χαμηλή παραγωγικότητα, τα οποία θα έπρεπε να αφεθούν με τη φυσική τους κάλυψη
  • Η εκχέρσωση των δασών
  • Η καταστροφή των δασών από πυρκαγιά
  • Η συμπίεση των εδαφών από γεωργικά μηχανήματα

Οι συνέπειες της ερημοποίησης ταυτίζονται με αυτές της έλλειψης φυτοκάλυψης σε μια περιοχή και περιλαμβάνουν άνοδο της θερμοκρασίας, επιδείνωση της ξηρασίας, έλλειψη τροφής, πτώση του επιπέδου διαβίωσης, αυξανόμενο αριθμό περιβαλλοντικών προσφύγων λόγω έλλειψης τροφής ή νερού κ.λπ.

Η έγκαιρη διάγνωση της ερημοποίησης είναι κρίσιμη για τη λήψη μέτρων που θα στοχεύουν στην αποτροπή των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και οικονομικών κινδύνων που αυτή συνεπάγεται. Το Ελληνικό Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά της Ερημοποίησης υπεγράφη το 2001 από έξι συναρμόδια υπουργεία (Εσωτερικών, Εξωτερικών, Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, Ανάπτυξης, ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας) με σκοπό την προστασία των φυσικών πόρων. Οι βασικοί άξονες δράσης της εθνικής στρατηγικής για την ερημοποίηση είναι:

  1. Η προστασία των δασών από πυρκαγιές και καταστροφικές εκχερσώσεις
  2. Η έγκαιρη αποκατάσταση της καταστρεφόμενης από τις πυρκαγιές δασικής βλάστησης
  3. Η προστασία των υδάτινων πόρων από την υπερκατανάλωση και τη ρύπανση
  4. Η εφαρμογή αρδευόμενης γεωργίας μόνο σε περιπτώσεις εξασφαλισμένης αειφόρου επάρκειας υδατικών πόρων
  5. Ο εκσυγχρονισμός των αρδευτικών συστημάτων, λαμβανομένων υπόψη και των αναγκών της πρόληψης της αλάτωσης των εδαφών
  6. Η προστασία των αγροτικών εδαφών και βοσκοτόπων από την εντατική εκμετάλλευση λαμβάνοντας υπόψη τα όρια της βιοϊκανότητάς τους
  7. Η άσκηση της γεωργίας μόνο σε εδάφη με μικρές κλίσεις
  8. Η προστασία αγροτόπων και δασικών εκτάσεων από πιέσεις για οικοδομική, βιομηχανική και τουριστική χρήση
  9. Η αναθεώρηση του συστήματος γεωργικών και κτηνοτροφικών επιδοτήσεων οι οποίες δεν εξασφαλίζουν την αειφόρο ανάπτυξη
  10.  Η ενίσχυση της έρευνας, ανταλλαγής πληροφοριών και εκπαίδευσης και η οργάνωση μηχανισμών παρακολούθησης του φαινομένου

1.2. Νερό

Το νερό είναι απαραίτητο στοιχείο για τη συντήρηση κάθε χερσαίου οικοσυστήματος. Στα φυσικά χερσαία οικοσυστήματα το νερό που προσλαμβάνουν τα φυτά προέρχεται από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, τα οποία, αφού πέσουν στο έδαφος, μπορεί ή να απορροφηθούν από αυτό ή να παραμείνουν στην επιφάνειά του σχηματίζοντας λίμνες και ποταμούς. Όταν η ποσότητα του νερού που φτάνει στο έδαφος είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να συγκρατήσει, τότε:

  • Ένα μέρος του νερού απομακρύνεται με την επιφανειακή απορροή (επιφανειακά ύδατα) ή εξατμίζεται. Τα επιφανειακά ύδατα προκαλούν διάβρωση του εδάφους (βλ. εικόνα 1).
  • Ένα άλλο μέρος παραμένει μέσα στο έδαφος (υδατοϊκανότητα).
  • Ένα τρίτο διηθείται στο υπέδαφος (νερό διηθήσεως) και σχηματίζει τις υπόγειες υδατοσυλλογές.

 

 

1.3. Αέρας

Εδαφικός αέρας είναι ο αέρας που περιέχεται στο έδαφος και η ποσότητά του εξαρτάται από το πορώδες του εδάφους. Ο αέρας αυτός είναι απαραίτητος για την αναπνοή των ριζών και των αερόβιων οργανισμών του εδάφους. Όταν ο εδαφικός αέρας είναι ανεπαρκής, οι μικροοργανισμοί πεθαίνουν και το φυτό μαραίνεται λόγω ασφυξίας. Συνήθως, η έλλειψη εδαφικού αέρα οφείλεται στην κακή αποστράγγιση του εδάφους, η οποία εξαρτάται από τη ποσότητα νερού που δέχτηκε και τις φυσικές του ιδιότητες. Ο εδαφικός αέρας καταλαμβάνει τους μεγαλύτερους πόρους του εδάφους. Σε εδάφη που στραγγίζουν ικανοποιητικά, ο όγκος που καταλαμβάνει ο αέρας είναι περίπου ίσος με αυτόν που καταλαμβάνει το νερό. Ο εδαφικός αέρας περιέχει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα και λιγότερο οξυγόνο από τον ατμοσφαιρικό αέρα, διότι μέσα στο έδαφος γίνεται μόνο αναπνοή των μικροοργανισμών και των ριζών και όχι φωτοσύνθεση.

Ο ατμοσφαιρικός αέρας είναι μίγμα πολλών αερίων, μεταξύ των οποίων και διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο χρησιμοποιούν τα φυτά για τη φωτοσύνθεση. Με τη φωτοσύνθεση η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα παραμένει τέτοια, ώστε, αφενός εξασφαλίζεται στη γη η απαραίτητη θερμότητα για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών και αφετέρου αποφεύγονται οι μεγάλες διακυμάνσεις στη θερμοκρασία.

1.4. Ηλιακή Ενέργεια

Ο ήλιος αποτελεί τη βασική πηγή ενέργειας για τον πλανήτη. Με την ηλιακή ενέργεια γίνεται η λειτουργία της φωτοσύνθεσης,κατά την οποία τα φυτά μετατρέπουν την ανόργανη ύλη σε οργανική.

2.   Βιοτικοί Παράγοντες Χερσαίου Οικοσυστήματος

Οι βιοτικοί παράγοντες κάθε χερσαίου οικοσυστήματος ταξινομούνται σε πέντε βασίλεια: μονήρη (βακτήρια και κυανοβακτήρια), πρώτιστα, μύκητες, φυτά και ζώα.

Οι οργανισμοί του εδάφους διακρίνονται σε:

  • μακροπανίδα (π.χ. τρωκτικά)
  • μεσοπανίδα (γαιοσκώληκες, νηματώδεις, έντομα και άλλα αρθρόποδα) και
  • μικροοργανισμούς που αποτελούνται από τη μικροπανίδα (πρωτόζωα, νηματώδεις)
    (βλ. εικόνα 2) και τη μικροχλωρίδα (βακτήρια, μύκητες, ακτινομύκητες και φύκη).

Η δραστηριότητα των μικροοργανισμών του εδάφους παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στις διάφορες εποχές του χρόνου. Εμφανίζει μέγιστη τιμή την άνοιξη με την αύξηση της θερμοκρασίας και ένα δεύτερο το φθινόπωρο με την αύξηση της υγρασίας.

 

 

 

 

 

Κάποια βακτήρια του εδάφους συμμετέχουν στην ανοργανοποίηση του αζώτου, δηλαδή στη μετατροπή του οργανικού αζώτου σε ανόργανο (αμμωνιακό), ενώ στη συνέχεια άλλα βακτήρια το μετατρέπουν σε νιτρικό άζωτο (νιτροποίηση), το οποίο είναι αφομοιώσιμο από τα φυτά. Τέλος, άλλα βακτήρια μετατρέπουν το νιτρικό άζωτο σε στοιχειακό άζωτο (Ν2) και οξείδια αυτού, τα οποία απομακρύνονται από το έδαφος υπό μορφή αερίων (απονιτρο­ποίη­ση). Μια άλλη κατηγορία βακτηρίων τα αζωτοδεσμευτικά, τα οποία συμβιούν με τις ρίζες των ψυχανθών (φασόλια, φακές, κουκιά κ.λπ.), έχουν την ικανότητα να δεσμεύουν το στοιχειακό άζωτο (Ν2) που υπάρχει στον αέρα και να το αποθηκεύουν σε μικρούς σάκους (φυμάτια) στις ρίζες των φυτών (βλ. εικόνα 3.). Επίσης, υπάρχουν και μη συμβιωτικά βακτήρια που έχουν ικανότητα δέσμευσης του ατμοσφαιρικού αζώτου το οποίο αποθηκεύουν σε φυμάτια. Μετά τη συγκομιδή του υπέργειου μέρους του φυτού και την κατεργασία του εδάφους, τα φυμάτια σπάνε και εμπλουτίζουν το έδαφος σε άζωτο. Τα φυτά προσλαμβάνουν το άζωτο αυτό με τις ρίζες τους. Επιπλέον, υπάρχουν κάποιοι μύκητες (μυκόρριζες) οι οποίοι ζουν συμβιωτικά με τις ρίζες των φυτών. Το φυτό παρέχει στο μύκητα υδατάνθρακες και ο μύκητας βοηθά το φυτό να προσλαμβάνει από το έδαφος περισσότερα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία, ιδίως φώσφορο.

 

Εικόνα 3: Φυμάτια αζωτοβακτηρίων σε ρίζα ψυχανθούς

 

 

 

 

3.   Τύποι Χερσαίων Οικοσυστημάτων

3.1. Δασικά Οικοσυστήματα

Σύμφωνα με ερμηνευτική δήλωση από το Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 24, «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.»

Το δάσος είναι ένα χερσαίο οικοσύστημα που διατηρείται μόνο του, χωρίς ανθρώπινες επεμβάσεις. Οριζόντια διαρθρώνεται σε συστάδες και κάθετα σε ορόφους. Σε μια κατατομή (προφίλ) μιας συστάδας διακρίνονται συνήθως, ακόμη και σε ομήλικες συστάδες, περισσότεροι από ένας όροφοι (ορόφωση). Ανάλογα με τον αριθμό των ορόφων, διακρίνουμε τις συστάδες σε μονώροφες, διώροφες, τριώροφες και πολυώροφες. Στη δασοκομία, για λόγους πρακτικούς, διακρίνουμε συνήθως έξι ορόφους: τρείς ορόφους δέντρων -ανώροφο, μεσώροφο και υπόροφο- έναν όροφο θάμνων, έναν όροφο ποών και τον όροφο των βρύων. Οι δύο τελευταίοι όροφοι αποτελούν την προεδαφιαία βλάστηση ή υποβλάστηση. Τα δάση αποτελούν χερσαίες διαπλάσεις (κοινότητες έμβιων) που εκτείνονται σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές και χαρακτηρίζονται από τον τύπο της φυτικής τους επικάλυψης, ο οποίος εξαρτάται από το κλίμα και το έδαφος (βλ. εικόνες 4, 5).

 

Εικόνα 4Οι κύριες ζώνες βλάστησης της Γης

 

 

 

Τούνδρα

 

Εύκρατα δάση

 

Σαβάνα

 

Τάιγκα

 

Μεσογειακά δάση

 

Τροπικά δάση

 

Λιβάδια

 

Έρημος

 

Αλπικές διαπλάσεις

 

 

 

Στέπα

 

 

 

Πηγή: www.blueplanetbiomes.org/world_biomes.htm (Επεξεργασία: Κ.Ε.Ε.)

 

 

Πηγή: MILLERT.G - Προσαρμογή: ΚΠΕ Καστοριάς


3.1.1. Τροπικά δάση

Τα τροπικά δάση αναπτύσσονται σε χαμηλά υψόμετρα κοντά στον ισημερινό, όπου επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, υψηλά επίπεδα βροχόπτωσης και έντονο φως κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου. Σήμερα καταλαμβάνουν το 8% της ξηράς του πλανήτη και εκτείνονται σε τρεις περιοχές στον κόσμο (βλ. εικόνα 6):

  • στην κοιλάδα που διαμορφώνεται από την κοίτη του ποταμού Αμαζονίου και του παραποτάμου του Ορινόκο στη Νότια Αμερική, όπου βρίσκεται και το μεγαλύτερο σε έκταση τροπικό δάσος στον κόσμο
  • στην κοιλάδα των ποταμών Κόγκο, Νίγηρα και Ζαμβέζη στην Κεντρική-Δυτική Αφρική και Μαδαγασκάρη
  • στην περιοχή της Ινδοκίνας, Μαλαισίας, Βόρνεο και Νέας Γουινέας στη Νοτιοανατολική Ασία

Εικόνα 6: Περιοχές εξάπλωσης των υγρών τροπικών δασών

 

 

Πηγή: www.blueplanetbiomes.org/world_biomes.htm

 

Οι τρεις αυτές περιοχές, παρόλο που είναι απομακρυσμένες μεταξύ τους, παρουσιάζουν φυσιογνωμικά όμοιες διαπλάσεις που, όμως, συγκροτούνται από τελείως διαφορετικά είδη χλωρίδας. Κυρίαρχη βλάστηση είναι πλατύφυλλα αειθαλή δέντρα, επίφυτα, θάμνοι και πόες. Η εντυπωσιακή αφθονία ειδών που χαρακτηρίζει τα τροπικά δάση, η υψηλή παραγωγή οξυγόνου, καθώς και η σημαντική συμμετοχή των δασών αυτών στον κύκλο του νερού, και άρα, στη ρύθμιση του παγκόσμιου κλίματος, εντείνει την ανάγκη εφαρμογής αειφορικών πρακτικών διαχείρισης και προστασίας τους.

3.1.2. Υγρά δάση φυλλοβόλων (εύκρατα δάση)

Τα φυλλοβόλα δάση εξαπλώνονται σε περιοχές με ήπιες θερμοκρασίες και υψηλή βροχόπτωση, ομοιόμορφα ή σχεδόν ομοιόμορφα κατανεμημένη κατά τη διάρκεια του έτους (βλ. εικόνα 7). Τα φυλλοβόλα δάση των εύκρατων περιοχών (Ευρώπη, Ανατολική Ασία, Βόρεια Αμερική, Αυστραλία) παρουσιάζουν διαφορετικές μορφές, ανάλογα με το φυτικό είδος που επικρατεί σε κάθε περίπτωση: οξιά, βελανιδιά, καστανιά κ.λπ.. Φυλλοβόλα δάση συναντάμε και στη χώρα μας, στις βορειότερες περιοχές και στις πλαγιές των ψηλότερων βουνών. Τα φυλλοβόλα δάση εμπλουτίζουν το έδαφος με θρεπτικά στοιχεία κατά την αποικοδόμηση των πεσμένων φύλλων τους. Παράγουν κάθε χρόνο μεγάλες ποσότητες ξυλείας ("σκληρής ξυλείας"), φύλλων, λουλουδιών και καρπών που αποτελούν την τροφή πολλών ζώων του δάσους. Η πανίδα των υγρών φυλλοβόλων δασών περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία θηλαστικών (σκίουρος, αρουραίος, ελάφι, αγριόχοιρος, αλεπού, νυφίτσα κ.λπ.), πτηνών (δρυοκολάπτες, νυκτόβια αρπακτικά κ.λπ.) και ξυλοφάγων εντόμων (κολεόπτερα, υμενόπτερα και μερικά δίπτερα).

 

Εικόνα 7: Περιοχές εξάπλωσης των εύκρατων δασών

 

Πηγή: www.blueplanetbiomes.org/world_biomes.htm

 

3.1.3. Δάση κωνοφόρων (τάιγκα)

Βορειότερα των φυλλοβόλων δασών, των λιβαδιών και των ερήμων, σε περιοχές όπου η βροχόπτωση είναι υψηλή το καλοκαίρι, αλλά η θερμοκρασία χαμηλή το χειμώνα, εκτείνονται τα κωνοφόρα δάση (τάιγκα) που καταλαμβάνουν μεγάλες εκτάσεις στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αμερική (βλ. εικόνα 8). Τα κυρίαρχα είδη βλάστησης είναι το πεύκο, το έλατο, η ερυθρελάτη κ.λπ. Η παραγωγικότητα των δασών αυτών είναι αρκετά υψηλή, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο, και τα δάση αυτά αποτελούν την κύρια πηγή ξυλείας ("μαλακή ξυλεία") για τον άνθρωπο. Στα κωνοφόρα δάση τα φύλλα των δέντρων πέφτουν, αλλά αντικαθίστανται συνεχώς, με αποτέλεσμα η ηλιακή ακτινοβολία που φτάνει στο έδαφος να είναι σημαντικά μειωμένη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η βλάστηση του εδάφους να είναι πολύ περιορισμένη και αποτελείται μόνο από είδη που ευδοκιμούν στη σκιά (φτέρες και μύκητες). Στο δάπεδό τους σχηματίζεται ένα παχύ στρώμα από βελονοειδή φύλλα, κορμούς και κλαδιά που παραμένουν εκεί για πολλά χρόνια, καθώς οι χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν δεν ευνοούν την αποικοδόμηση. Στα κωνοφόρα δάση ζουν μεγάλα φυτοφάγα θηλαστικά και πτηνά, όπως τα ελάφια και οι αγριόκοτες, που τρέφονται συνήθως με τα φύλλα των μικρότερων πλατύφυλλων φυτών, αλλά και σαρκοφάγα ζώα, όπως ο λύκος.

 

Εικόνα 8: Περιοχές εξάπλωσης της τάιγκας

 

Πηγή: www.blueplanetbiomes.org/taiga.htm


3.1.4. Τα Ευρωπαϊκά δάση(βλ. εικόνα 9)

 

 

Εικόνα 9: Κατανομή των δασικών οικοσυστημάτων στην Ευρώπη

 

 

 

 

Βόρειο δάσος

Δάσος ευκράτων περιοχών

Μεσογειακό δάσος

Δάσος ορεινών περιοχών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή: Εκπαιδευτικό πακέτο: ΤΑ ΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ που εκδόθηκε από το ΓΑΙΑ

 

3.1.4.1. Βόρεια δάση

Τα βόρεια δάση αναπτύσσονται με αργούς ρυθμούς και σε χαμηλές θερμοκρασίες. Στα δάση αυτά κυριαρχούν τα ρητινοφόρα δέντρα, όπως το δασόπευκο, η ερυθρελάτη και το έλατο. Η σημύδα είναι το μοναδικό φυλλοβόλο δέντρο αυτών των περιοχών.

3.1.4.2. Δάση των ευκράτων περιοχών

Στα δάση αυτά συναντάμε πάρα πολλά είδη δέντρων (έλατο, ερυθρελάτη, πεύκο, βελανιδιά, οξιά, αγριοκερασιά, καρυδιά, σημύδα κ.λπ.).


3.1.4.3. Δάση των ορεινών περιοχών

Στις ορεινές περιοχές η κατανομή του τύπου της βλάστησης εξαρτάται από το υψόμετρο, αν και τα όρια των ορόφων ποικίλουν. Έτσι λοιπόν, σε μέσο υψόμετρο φύονται το έλατο, η οξιά και η ερυθρελάτη, ψηλότερα η οξιά, ο σφένδαμος και η ερυθρελάτη, ενώ ακόμα πιο ψηλά κυριαρχεί η ερυθρελάτη. Το ορεινό πεύκο έχει προσαρμοστεί καλά στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στα μεγάλα ύψη και φυτρώνει εκεί με τη μορφή θάμνου. Πιο πάνω υπάρχουν μόνο λιβάδια (βλ. 3.3.4.) που στη συνέχεια αφήνουν τη θέση τους στα βράχια και στο χιόνι. Η κατανομή των ποικιλιών των ειδών που φύονται στην ορεινή ζώνη διαφέρει ανάλογα με την περιοχή στην οποία βρισκόμαστε.

3.1.4.4.          Μεσογειακά δάση

α) Περιοχές με μεσογειακό κλίμα

Οι περιοχές με μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζονται από ήπιους χειμώνες και βροχοπτώσεις που παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση από χρόνο σε χρόνο και από υψηλές θερμοκρασίες, ξηρασία και έντονη ηλιακή ακτινοβολία το καλοκαίρι. Πιο αναλυτικά, στις περιοχές με μεσογειακό κλίμα:

  1. Tο ετήσιο ποσό βροχόπτωσης για τις παράκτιες περιοχές είναι μεταξύ 275mm και 975mm, ενώ στις ζεστότερες ηπειρωτικές περιοχές το κατώτερο όριο είναι 350mm
  2. Τουλάχιστον το 65% των βροχοπτώσεων εμφανίζεται από το Νοέμβριο έως τον Απρίλιο
  3. Kατά τη διάρκεια του χειμώνα η μέση μηνιαία θερμοκρασία που καταγράφεται είναι μικρότερη των 15οC
  4. H διάρκεια παγετού (θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C) δεν υπερβαίνει το 3% της διάρκειας ενός έτους.

Οι περιοχές με μεσογειακού τύπου κλίμα στον πλανήτη βρίσκονται μεταξύ 30ου και 40ου παραλλήλου βόρεια και νότια του Ισημερινού. Περιοχές μεσογειακού κλίματος εντοπίζονται κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου, αλλά και σε πέντε ακόμα περιοχές του πλανήτη μας: στην Καλιφόρνια, σε περιοχές της Ν. Αφρικής, στη Χιλή, στο Ακρωτήριο Καλής Ελπίδας στη Νότιο Αφρική, καθώς και σε μικρή έκταση στην Αυστραλία. Η ομοιότητα των κλιματικών συνθηκών στις διάφορες περιοχές μεσογειακού κλίματος οδήγησε και στην ομοιότητα των βιολογικών δομών (ζώων, φυτών και οικοσυστημάτων). Αυτή η μακροχρόνια εξέλιξη των τελείως διαφορετικών ειδών που ζουν σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζουν σημαντικά μεταξύ τους ονομάζεται σύγκλιση.

β) Μεσογειακά δάση της Ευρώπης

Τα συναντάμε στις περιοχές της Ν. Ευρώπης και αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα της διαδικασίας της συγκλίνουσας εξέλιξης. Τα δέντρα που αναπτύσσονται στις περιοχές αυτές είναι η φελλοβελανιδιά, το παραθαλάσσιο πεύκο, ο ευκάλυπτος, η καστανιά, η λευκή δρυς, η ελιά, ο σκίνος, η δάφνη, η κουμαριά, το πουρνάρι, η μυρτιά, η χαρουπιά και η πικροδάφνη. Χαρακτηριστικό των μεσογειακών δασών είναι και η εξαιρετική ικανότητά τους να αναγεννώνται αμέσως μετά από πυρκαγιά (βλ. 3.1.7.β). Τα ζωικά είδη που συναντώνται στα μεσογειακά δάση έχουν την ικανότητα να αντέχουν στην καλοκαιρινή ξηρασία. Στα ευρωπαϊκά μεσογειακά δάση συναντάμε διάφορα είδη φιδιών, περιλαμβανομένης και της οχιάς, σκαντζόχοιρους, λαγούς, αγριοκούνελα, αγριοπερίστερα, πέρδικες, αρκετές σαύρες και σημαντικό αριθμό εντόμων, αραχνών και σκορπιών. Τα μεγάλα ζώα είναι σχετικά σπάνια. Ένα τέτοιο οικοσύστημα δεν είναι πλούσιο και για το λόγο αυτό είναι αρκετά εύθραυστο. Δραστηριότητες του ανθρώπου που επηρεάζουν την ισορροπία του (π.χ. κυνήγι βλ. 3.1.8.ε) μπορεί να αποβούν ολέθριες.

3.1.5. Ελληνικά δάση

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 2007 η συνολική έκταση της χώρας μας που καλυπτόταν από δάση και δασικές εκτάσεις ήταν 6.513.068 εκτάρια. Από το σύνολο των δασών, τα πευκοδάση αποτελούν το 13,5%, τα δάση βελανιδιάς (δρυς) το 22,6% και τα αείφυλλα πλατύφυλλα το 48,4%. Στην Ελλάδα έχουν ιδρυθεί και οριοθετηθεί, με ειδικό νόμο, δέκα «Εθνικοί Δρυμοί» συνολικής έκτασης 68.732 εκταρίων, από τα οποία 34.378 εκτάρια είναι οι πυρήνες τους (πίνακας 1).

 

Πίνακας 1: Οι ελληνικοί Εθνικοί Δρυμοί

Όνομα

Νομός

Νησί

Εκτάρια

Αίνος

Κεφαλονιά

Κεφαλονιά

2862

Βίκος - Αώος

Ιωάννινα

-

9300

Λευκά Όρη (φαράγγι Σαμαριάς)

Χανιά

Κρήτη

4850

Οίτη

Φθιώτιδα

-

3010

Όλυμπος

Πιερία

-

3988

Παρνασσός

Φωκίδα, Βοιωτία

-

3513

Πάρνηθα

Αττική

-

3812

Σούνιο

Αττική

-

2750

Πίνδος

Ιωάννινα

-

3534

Πρέσπες

Φλώρινα

-

4900

Πηγή: Ε.Ο.Τ.

 

Ο όρος «Εθνικός Δρυμός» αναφέρεται σε περιοχές που, σύμφωνα με τη διεθνή νομοθεσία έχουν ιδιαίτερη οικολογική σημασία, λόγω της σπανιότητας και της ποικιλομορφίας της χλωρίδας και της πανίδας τους, των γεωμορφολογικών σχηματισμών, του υπεδάφους, των νερών και της ατμόσφαιράς τους. Ο άνθρωπος υποχρεούται να συμβάλει στη διατήρηση και βελτίωση της σύνθεσης των εθνικών δρυμών τόσο για τη διενέργεια επιστημονικών ερευνών, όσο και για την προσέλκυση του κοινού για ψυχαγωγικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς. Δάση ή φυσικά τοπία, που έχουν ιδιαίτερη αισθητική, οικολογική και τουριστική σημασία και επιβάλλεται η προστασία της πανίδας, της χλωρίδας και του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους τους, κηρύσσονται αισθητικά δάση (βλ. πίνακα 2 και εικόνες 10, 11). Στην Ελλάδα υπάρχουν 19 αισθητικά δάση με συνολική έκταση 33.109 εκτάρια.

Η ποικιλία των ελληνικών δασών είναι μοναδική και δύσκολα απαντάται σε άλλες χώρες με παρόμοια έκταση. Αυτή η ποικιλομορφία οικοσυστημάτων οφείλεται στο έντονο ανάγλυφο, στη γεωγραφική θέση της χώρας ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, και στο γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων παγετώνων η Ελλάδα δεν είχε καλυφθεί από πάγους. Έτσι, αποτέλεσε "καταφύγιο" για πολλά βορειοευρωπαϊκά είδη δέντρων των οποίων η ζώνη εξάπλωσης μεταφέρθηκε εδώ, όπου διασταυρώθηκαν με τα ντόπια είδη και προσαρμό­στη­καν στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες. Στα ελληνικά δάση απαντώνται πολυάριθμα είδη πουλιών, ερπετών, εντόμων και θηλαστικών τα οποία συνθέτουν μια πλούσια βιοποικιλότητα. Δυστυχώς, πολλά από τα ενδημικά είδη χλωρίδας και πανίδας έχουν περιορισμένους πληθυσμούς και κινδυνεύουν να εξαφανιστούν εξαιτίας της καταστροφής των βιοτόπων τους από την ανθρώπινη παρέμβαση.

Πίνακας 2: Τα αισθητικά δάση της Ελλάδας

Όνομα

Νομός

Νησί

Βάι

Λασίθι

Κρήτη

Καισαριανής

Αττική

-

Κοιλάδας Θεσσαλικών Τεμπών

Λάρισα

-

Καραϊσκάκη

Καρδίτσα

-

Ξυλοκάστρου

Κορινθία

-

Πανεπιστημιουπόλεως Πατρών

Αχαΐα

-

Ιωαννίνων

Ιωάννινα

-

Φαρσάλων

Λάρισα

-

Στενής

Εύβοια

Εύβοια

Δασικού Συμπλέγματος Όσσας

Λάρισα

-

Μογγοστού

Κορινθία

-

Νικοπόλεως Μύτικα

Πρέβεζα

-

Σκιάθου

Μαγνησία

Σκιάθος

Στενών ποταμού Νέστου

Ξάνθη, Καβάλα

-

Εθνικής Ανεξαρτησίας, Καλαβρύτων

Αχαΐα

-

Τιθορέας

Φθιώτιδα

-

Αμυγδαλεώνα

Καβάλα

-

Αηλιά

Τρίκαλα

-

Κουρί Αλμυρού

Μαγνησία

-

Πηγή: Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης

 

 

Εικόνες 10, 11: Το Αισθητικό Δάσος του Βάι του Νομού Λασιθίου Κρήτης

    

Πηγή: διαδίκτυο, Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης

 

Δάσος σημαντικό για τη χλωρίδα και την πανίδα του, όπως επίσης και για την ομορφιά του, είναι το δάσος του Κοτζά - Ορμάν που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει Μέγα Δάσος(βλ. εικόνα 12). Εκτείνεται δεξιά και αριστερά από τον ποταμό Νέστο σε πλάτος 3-7 χιλιομέτρων, από τους Τοξότες έως τη θάλασσα σε μήκος 27 χιλιομέτρων, με έκταση 130.000 στρέμματα περίπου. Η ασπρόλευκα, η μαύρη λεύκα, η οξύκαρπος και η ολότριχος μελία, η πεδινή πτελέα, η ποδισκοφόρος δρυς, ο πεδινός και ο ταταρικός σφένδαμος, καθώς και το σκλήθρο αποτελούν τα κυριότερα είδη δέντρων που συναντάμε στο Κοτζά - Ορμάν. Στο δάσος αυτό βρίσκουν τροφή και καταφύγιο αγριόχοιροι, λύκοι, σπάνιοι λύγκες, δύο είδη τσακαλιών, ενυδρίδες, ασβοί, αλεπούδες, λαγοί και ζαρκάδια. Υπάρχουν, επίσης, υδρόβια, διαβατικά και ενδημικά πτηνά, καθώς και φασιανοί που μόνο στην Ελλάδα βρίσκονται σε άγρια κατάσταση. Το δάσος αποτελεί πηγή καύσιμης ύλης για όλα τα χωριά από την Κομοτηνή μέχρι τη Δράμα.

Εικόνα 12: Το Μέγα Δάσος (Κοτζά - Ορμάν)

 

Πηγή: www.topeiros.gr

 

Άλλο σημαντικό ελληνικό δάσος είναι αυτό της Δαδιάς στην περιοχή Σουφλίου (βλ. εικόνα 13). Η περιοχή παρουσιάζει εντυπωσιακή εναλλαγή βιοτόπων, καθένας από τους οποίους φιλοξενεί πολλά μοναδικά και σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας. Στον πυρήνα της περιοχής κυριαρχεί πευκοδάσος με τραχεία πεύκη και λίγες συστάδες μαυροπεύκων. Στην περιφερειακή ζώνη απαντώνται κυρίως δρυοδάση και μεικτά δάση πεύκων-δρυών και άλλων φυλλοβόλων, όπως γαύρος, φράξος και σφενδάμι. Στις νότιες παρυφές υπάρχει εκτεταμένος θαμνότοπος, ενώ κατά μήκος των ρεμάτων αναπτύσσεται πλούσια βλάστηση με ιτιές, λεύκες, οστρυές και πλατάνια που περιβάλλονται από κισσούς και άλλα αναρριχώμενα φυτά. Γεωργικές καλλιέργειες αναπτύσσονται κυρίως στις ανατολικές εκτάσεις της περιοχής και καλύπτουν το 20% της συνολικής επιφάνειάς της. Στην προστατευόμενη περιοχή του δάσους της Δαδιάς βρίσκουν καταφύγιο πολλά θηλαστικά. Πλούσια είναι και η πανίδα των ερπετών και των αμφιβίων, καθώς έχουν καταγραφεί φίδια, βατράχια, χελώνες, σαύρες, τρίτωνες και σαλαμάνδρες σε μεγάλους πληθυσμούς, τα οποία αποτελούν την κύρια πηγή τροφής του σημαντικότερου είδους της πανίδας στην περιοχή, των αρπακτικών πουλιών. Η Δαδιά αποτελεί ένα από τα τελευταία καταφύγια για τα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης.

 

Εικόνα 13: Δάσος της Δαδιάς

 

Πηγή: http://www.in.gr.agro/_fisi/Dadia_cor/Dadia_1htm

 

α) Απειλούμενα είδη ζώων στα ελληνικά δάση

Σύμφωνα με στοιχεία της wwf, τα υπό εξαφάνιση είδη των δασικών οικοσυστημάτων περιλαμβάνουν την καφέ αρκούδα, το τσακάλι, το αγριόγιδο και το μαυρόγυπα. Απειλούμενα είδη θεωρούνται ο λύκος, η αλεπού και ο βασιλαετός.

Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) ζει σε μεικτά ή αμιγή δάση δρυός, οξιάς και κωνοφόρων (πεύκης, ελάτης κ.λπ.) της ορεινής και της ημιορεινής ζώνης. Είναι είδος υπό εξαφάνιση στη δυτική, την κεντρική και τη νότια Ευρώπη. Σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζονται μικροί απομονωμένοι πληθυσμοί. Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί δύο μικροί πληθυσμοί στις πιο απόμερες περιοχές της οροσειράς της Πίνδου και της Ροδόπης, οι οποίοι αποτελούν και τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το παράνομο κυνήγι και η θανάτωση από πρόθεση αποτελούν την κύρια αιτία εξαφάνισης του είδους στην Ελλάδα. Αν και το κυνήγι του είδους απαγορεύεται σύμφωνα με τη νομοθεσία από το 1969, υπολογίζεται ότι 15-20 αρκούδες θανατώνονται ετησίως από ασυνείδητους. Παράλληλα, η διάνοιξη δρόμων, η κατασκευή φραγμάτων και η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων αλλοιώνουν, υποβαθμίζουν και κατακερματίζουν τους βιότοπους εξάπλωσης του είδους (δάση οξιάς, δρύος, μαυρόπευκου, ελάτης σε υψόμετρο 800-2000μ.).

 

Εικόνα 14: Μαυρογύπας

 

Πηγή: wwF Ελλάς

 

Ο μαυρόγυπας (Aegypius monachus) (βλ. εικόνα 14) είναι ο μεγαλύτερος γύπας της Ευρώπης με άνοιγμα φτερών που φτάνει τα τρία μέτρα. Πρόκειται για είδος που δεν μεταναστεύει και σπανίως πετά μακριά από την περιοχή αναπαραγωγής του. Τρέφεται με νεκρά ζώα, τα οποία βρίσκει πετώντας χαμηλά πάνω από αραιά δάση. Έχουν παρατηρηθεί φωλιές στην Αττική, τη Βοιωτία, τα Κύθηρα, τη Λευκάδα και τη Ρόδο. Μεταπολεμικά το είδος υπήρχε ακόμη στην Κρήτη και σε όρη της κεντρικής Ελλάδας. Όλος ο σημερινός πληθυσμός του βρίσκεται στο δάσος της Δαδιάς (3.1.5.), στο νομό Έβρου. Ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των πληθυσμών των μαυρόγυπων στην ελληνική ύπαιθρο είναι η έλλειψη τροφής λόγω της αλλαγής των πρακτικών κτηνοτροφίας από ζώα ελεύθερης βοσκής σε εσταυλισμένα ζώα. Ως μέτρο αντιμετώπισης της ελάττωσης τροφής στο δάσος της Δαδιάς και στον ορεινό Έβρο, το 1987 ιδρύθηκε χώρος συμπληρωματικής τροφοδοσίας των γυπών κοντά στο χωριό της Δαδιάς, γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση και σταθεροποίηση του πληθυσμού τους.

Το τσακάλι(Canis aureus) έχει χρώμα σκοτεινό κίτρινο με μελανές αποχρώσεις κατά μήκος της ράχης του. Είναι ζώο παμφάγο. Ζει στη Μεσόγειο σε χαμηλό υψόμετρο, κυρίως στην παραλιακή ζώνη. Εξαπλώνεται σε ελάχιστες περιοχές των Βαλκανίων, ενώ από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μόνο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την WWF Ελλάς οι πληθυσμοί του έχουν μειωθεί δραματικά, γεγονός που οφείλεται στην ολοκληρωτική καταστροφή των βιοτόπων του εξαιτίας της επέκτασης των αστικών περιοχών και των πυρκαγιών.

Ο λύκος(Canis lupus) ανήκει στα ζώα που διαθέτουν καταπληκτική ικανότητα προσαρμογής όπως και η αλεπού. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των πληθυσμών του λύκου είναι η κοινωνική του οργάνωση σε μικρές ή μεγάλες ομάδες (αγέλες).

Η αλεπού (Vulpesvulpes) είναι ένα από τα πιο προσαρμόσιμα ζώα. Μπορεί να ζήσει παντού, να φάει τα πάντα και ως επί το πλείστον δε φοβάται τον άνθρωπο. Αποτελεί παράδειγμα ευέλικτων ζώων και συναντάται σε ορεινές κυρίως περιοχές.

Ο βασιλαετός (Aquila heliaca)(βλ. εικόνα 15) συναντάται σε ανοιχτές στέπες, σε ξερότοπους και ακαλλιέργητα λιβάδια με ελάχιστα δέντρα και θάμνους, αλλά και σε επίπεδες χαμηλού υψομέτρου καλλιεργημένες εκτάσεις. Η τροφή του αποτελείται κυρίως από θηλαστικά του αγρού. Ενώ τον προηγούμενο αιώνα ήταν κοινό είδος σε όλες τις ανοιχτές εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Ευρώπης, στις μέρες μας είναι ο πλέον σπάνιος αετός της ηπείρου. Σήμερα στη χώρα μας καταγράφονται λίγα μόνο ζευγάρια, που βρίσκονται κυρίως στο νομό Έβρου και στη περιοχή των Πρεσπών.

 

Εικόνα 15: Βασιλαετός

 

Πηγή: http://www.ekpaz.gr/

 

β) Απειλούμενα είδη δέντρων στα ελληνικά δάση

  1. Αμπελιτσιά (Zelkova abelicea): ενδημικό δέντρο της Κρήτης.
  2. Ρόμπολο (Pinus heldreichii): είδος πεύκου που φυτρώνει στα ψηλά βουνά της Βόρειας Πίνδου και Δυτικής Μακεδονίας και στον Όλυμπο.
  3. Μακεδονικό πεύκο (Pinus peuce): μικρές συστάδες φυτρώνουν στην οροσειρά της Ροδόπης και στο Βόρα και είναι οι μοναδικές στον ελληνικό χώρο.
  4. Κεφαλλονίτικο έλατο (Abies cephalonica): δάση κεφαλλονίτικου έλατου υπάρχουν και στα βουνά της Κεντρικής και Ν. Ελλάδας. Τις τελευταίες δεκαετίες απειλούνται από ξηρασίες και διάφορες ασθένειες.
  5. Κυπαρίσσι (Cupressussempervirens): δάση κυπαρισσιών υπάρχουν μόνο στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και στη Σάμο. Ένα τέτοιο φυσικό δάσος στο Έμπωνα της Ρόδου έχει κηρυχθεί «Μνημείο της φύσης».
  6. Θαλασσόκεδρος (Juniperus macrocarpa): άλλοτε σχημάτιζε δάση σε όλες σχεδόν τις αμμώδεις παραλίες. Σήμερα κινδυνεύει, λόγω της ανάπτυξης του τουρισμού στις παραθαλάσσιες περιοχές.
  7. Κουκουναριά (Pinus pinea): τα φυσικά δάση με κουκουναριές στην Ελλάδα περιορίζονται σε λίγες μόνο περιοχές, όπως ο Σχινιάς, η Στροφυλιά και η Σκιάθος. Η φυσική αναγέννηση του είδους έχει περιοριστεί πιθανώς λόγω των κλιματικών αλλαγών.
  8. Πλάτανος (Platanusorientalis): τα δάση αυτά αναπτύσσονταν κοντά σε ποτάμια και ρεματιές. Η επέκταση της γεωργικής γης περιόρισε την έκτασή τους και για το λόγο αυτό έχουν τεθεί υπό καθεστώς προστασίας (οδηγία 92/43 της Ε.Ε).
  9. Κρητικός φοίνικας (Phoenixtheophrastii): πολύ σπάνιο είδος φοίνικα που φυτρώνει στη Ν. Κρήτη και στη Ν.Δ. Τουρκία. Λόγω της σπανιότητάς του, προστατεύεται από την Ε.Ε.

 

3.1.6. Η αξία του δασικού οικοσυστήματος

α) Βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος

Το δασικό οικοσύστημα με τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης εμπλουτίζει την ατμόσφαιρα με οξυγόνο και απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα. Επίσης, απορροφά τους ρύπους της ατμόσφαιρας που προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα. Το δασικό οικοσύστημα λειτουργεί ως ρυθμιστής του μικροκλίματος μιας περιοχής. Λόγω της διαπνοής των φυτών και της σκιάς που δημιουργεί το φύλλωμα των δέντρων, η θερμοκρασία διατηρείται χαμηλότερη μέσα στο δάσος, καθώς και στις περιοχές που βρίσκονται κοντά σε αυτό. Τα δάση λειτουργούν ηχομονωτικά και προστατεύουν τις γειτονικές τους περιοχές από δυνατούς ήχους.

Σε ένα υγιές δασικό οικοσύστημα οι τροφικές αλυσίδες διατηρούνται και έτσι διασφαλίζεται η βιοποικιλότητα. Το δάσος αποτελεί ενδιαίτημα πολλών άγριων ζώων που ζουν ελεύθερα σε αυτό εξασφαλίζοντας τροφή και καταφύγιο. Η χλωρίδα του δάσους βοηθά στη συντήρηση της καλής δομής του εδάφους, με αποτέλεσμα την προστασία του από τη διάβρωση, την υποβάθμιση και την ερημοποίηση (βλ. 1.1.3.). Επιπλέον, ένα δάσος μπορεί να λειτουργήσει ως αισθητικό δάσος (βλ..3.1.5.) και να συμβάλει στην ψυχαγωγία των κατοίκων.

                         β) Ανάπτυξη της οικονομίας

Ο άνθρωπος μπορεί επίσης να ωφεληθεί από την οικονομική εκμετάλλευσή του δάσους. Η υλοτόμηση περιλαμβάνει την κοπή δασικής ξυλείας για την κατασκευή επίπλων, σπιτιών, ξύλινων αντικειμένων, χαρτιού κ.λπ. Επίσης, το δάσος προσφέρει και άλλα προϊόντα, όπως το ρετσίνι, διάφορα βότανα κ.λπ. Οι μελισσοκόμοι αφήνουν τα μελίσσια τους μέσα στο δάσος, ώστε να ενταχθούν στο οικοσύστημα. Τέλος, το δάσος δίνει απασχόληση σε αρκετές κατηγορίες επαγγελματιών, όπως δασοπυροσβέστες, δασοφύλακες, δασολόγους, βιολόγους κ.λπ.

 

3.1.7.  Κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα δάση

                         α) Ανθρώπινες δραστηριότητες που βλάπτουν το δάσος

Η οικιστική ανάπτυξη και η κατασκευή τουριστικών μονάδων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή δασικών εκτάσεων με σκοπό τη χρήση γης. Επίσης, η βιομηχανική ανάπτυξη συνεπάγεται επέκταση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, οι οποίες στις μέρες μας χτίζονται συνήθως έξω από τις πόλεις, σε δασικές περιοχές. Η οικιστική επέκταση, καθώς επίσης η βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη, δημιουργούν την ανάγκη κατασκευής και άλλων έργων υποδομής, όπως αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια κ.λπ., τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε περιορισμό της έκτασης και υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος.

Μεγάλες δασικές εκτάσεις εκχερσώνονται, ούτως ώστε η γη να χρησιμοποιηθεί για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκοτόπια. Επίσης, πολλά δέντρα κόβονται και χρησιμοποιούνται ως βιομάζα για την παραγωγή ενέργειας. Σημαντική υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος προκαλείται από τη λειτουργία ορυχείων και λατομείων. Η πανίδα του δασικού οικοσυστήματος απειλείται από το χωρίς περιορισμούς κυνήγι, γεγονός που προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα της περιοχής.

Το δάσος βλάπτεται και έμμεσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που έχουν προκαλέσει κλιματικές και περιβαλλοντικές αλλαγές. Έτσι για παράδειγμα, η όξινη βροχή καταστρέφει τα φύλλα των φυτών του δάσους και οδηγεί στην υποβάθμισή του. Η λέπτυνση της στιβάδας του όζοντος έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή της χλωρίδας από την εντονότερη ηλιακή ακτινοβολία. Η αύξηση της θερμοκρασίας, ως συνέπεια της ενίσχυσης του φαινομένου του θερμοκηπίου, δημιουργεί δυσμενείς συνθήκες για την ανάπτυξη των φυτών.

β) Πυρκαγιές

Τα μεσογειακά δάση είναι προσαρμοσμένα να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες μιας πυρκαγιάς που οφείλεται σε φυσικά αίτια και να αναγεννώνται μετά από αυτή. Οι υψηλές θερμοκρασίες και η χαμηλή έως ανύπαρκτη βροχόπτωση κατά τους θερινούς μήνες μπορούν να αποτελέσουν φυσικά αίτια πυρκαγιάς. Μελέτες αναφέρουν ότι το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών περιστατικών φωτιάς στην ίδια περιοχή κυμαίνεται από 30 μέχρι 40 χρόνια. Όμως, όταν σε μια περιοχή εκδηλώνεται φωτιά με μεγαλύτερη συχνότητα το πιθανότερο είναι αυτή να οφείλεται σε ανθρώπινη αμέλεια ή εμπρησμό. Μια πυρκαγιά μπορεί να προκαλέσει καταστροφή της δομής και μείωση της γονιμότητας του εδάφους και να οδηγήσει τελικά σε σημαντική υποβάθμιση της βιοποικιλότητας της περιοχής. Πιο αναλυτικά, οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την πυρκαγιά προκαλούν απανθράκωση της οργανικής ύλης με άμεση συνέπεια την καταστροφή της δομής του εδάφους, το οποίο γίνεται πιο συμπαγές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση του αερισμού του εδάφους, τη μείωση της ικανότητάς του για απορρόφηση νερού και τελικά την αύξηση της επιφανειακής απορροής. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από έντονες εδαφικές κλίσεις και καταρρακτώδεις βροχές, με αποτέλεσμα η πιθανότητα διάβρωσης να είναι αυξημένη. Η διάβρωση του εδάφους που προκαλείται μετά από μια πυρκαγιά οδηγεί σταδιακά στην απώλεια της ικανότητας του εδάφους για διατήρηση της βλάστησης και τελικά στην ερημοποίηση, η οποία είναι μη αναστρέψιμη κατάσταση (βλ. 1.1.3.).

 

 

 

 

 

 

 

 


Πίνακας 3: Αριθμός και έκταση πυρκαγιών στην Ελλάδα από το 1980-2005

Έτος

Αριθμός πυρκαγιών

Αριθμός πυρκαγιών από φυσικά αίτια

Συνολική καμένη έκταση (ha)

Δασική καμένη έκταση (ha)

Μη δασικές καμένες εκτάσεις (ha)

1980

1207

20

32965

4355

28610

1981

1159

12

81417

38653

42764

1982

1045

48

27372

10843

16529

1983

968

38

19613

10907

8706

1984

1284

18

33656

12018

21638

1985

1442

38

105450

48631

56819

1986

1082

30

24514

10109

14405

1987

1266

63

46315

13605

32710

1988

1284

49

110501

27370

83131

1989

1266

48

42364

23600

18764

1990

1322

44

38593

21088

17505

1991

941

18

23574

8000

15574

1992

2042

61

66347

23194

43153

1993

2406

61

54049

24200

29849

1994

1954

96

52603

23392

29211

1995

1493

59

19177

9035

10142

1996

1527

50

22990

8111

14879

1997

2273

54

34781

16119

18662

1998

1842

46

92901

46077

46824

1999

1486

66

8289

4773

3516

2000

2581

129

145034

69579

75455

2001

2658

177

18342

8423

9929

2002

1400

154

4337

887

3450

2003

1425

241

3263

960

2303

2004

1755

90

10722

6589

154

2005

1544

130

6437

3337

919

Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Δ/νση προστασίας δασών
& φυσικού περιβάλλοντος
(Απ. πρωτ.: 95195/2336/24-7-2007)

 


3.1.8. Μέτρα προστασίας των δασών

α) Μέτρα πρόληψης των πυρκαγιών

Αφορούν σε μέτρα με σκοπό την πρόληψη των πυρκαγιών και την άμεση και αποτελεσματική κατάσβεση σε περίπτωση εκδήλωσής τους.

  • Αντιπυρικές ζώνες: ζώνες χωρίς βλάστηση που έχουν σκοπό να σταματούν την πορεία της φωτιάς εφόσον διακόπτεται η συνέχεια της καύσιμης ύλης. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για τη διέλευση των πυροσβεστικών δυνάμεων.
  • Δασικοί δρόμοι: στα δάση πρέπει να υπάρχει ένα πυκνό οδικό δίκτυο, το οποίο είναι αναγκαίο για τη διαχείριση και την πυροπροστασία του δάσους. Οι δασικοί δρόμοι διευκολύνουν τη συνεχή επιτήρηση του δάσους και καθιστούν δυνατή τη γρήγορη επέμβαση των δασοπυροσβεστών και των πυροσβεστικών οχημάτων προς τις διάφορες εστίες της πυρκαγιάς. Χρησιμεύουν επίσης και ως αντιπυρικές ζώνες.
  • Δασικές τηλεπικοινωνίες: εκτεταμένο δίκτυο τηλεπικοινωνιών με στόχο την αποτελεσματική επιτήρηση των δασικών περιοχών και την άμεση ενημέρωση σε περίπτωση κινδύνου.
  • Yδατοδεξαμενές-υδροστόμια: με σκοπό την εύκολη και άμεση παροχή νερού κατασκευάζονται υδατοδεξαμενές (ντεπόζιτα νερού) και εγκαθίστανται υδροστόμια από όπου τα πυροσβεστικά οχήματα μπορούν να προμηθευτούν νερό σε περίπτωση πυρκαγιάς.
  • Παρατηρητήρια δασικών πυρκαγιών / Πυροφυλάκια
  • Περιπολίες

β) Διαχείριση του δασικού οικοσυστήματος μετά την πυρκαγιά

Τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στις φυσικές πυρκαγιές και μπορούν να αναγεννηθούν χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση. Ορισμένα τμήματα των φυτών (π.χ. ρίζες) που αντέχουν στις υψηλές θερμοκρασίες δημιουργούν παραβλαστήματα μετά τη φωτιά. Ο χρόνος έναρξης της αναβλάστησης δεν είναι ο ίδιος για όλα τα φυτά. Τα μακί (3.2.1.) αναγεννώνται αμέσως μετά τη φωτιά, ενώ τα φρύγανα (3.2.2.) εμφανίζονται μετά τις πρώτες βροχές. Επίσης, οι σπόροι κάποιων ειδών (π.χ. πεύκα) παρουσιάζουν αυξημένη φυτρωτικότητα αμέσως μετά τη φωτιά. Η απώλεια θρεπτικών, και ιδιαίτερα αζώτου, από το έδαφος εξαιτίας της φωτιάς, αντιμετωπίζεται με την άμεση εποίκιση των καμένων εδαφών από ψυχανθή που εμπλουτίζουν το έδαφος σε άζωτο με τα αζωτοδεσμευτικά βακτήρια που ζουν συμβιωτικά στις ρίζες τους. Το κρίσιμο διάστημα για την ανάκαμψη ενός δασικού οικοσυστήματος είναι περίπου δύο χρόνια. Στο διάστημα αυτό τα φυτά που αναγεννώνται παρουσιάζουν έντονους ρυθμούς αύξησης εκμεταλλευόμενα το διαθέσιμο χώρο και αξιοποιώντας τα θρεπτικά συστατικά της στάχτης.

Αν για κάποιο λόγο οι μηχανισμοί ανάκαμψης πάψουν να λειτουργούν, η υποβάθμιση του οικοσυστήματος είναι αναπόφευκτη. Δεν αρκεί μόνο η αναγέννηση των φυτών, αλλά σημαντική είναι και η επιβίωση των νέων βλαστών. Η ανεξέλεγκτη βόσκηση (βλ. 3.3.5.) και η ξύλευση που γίνεται στα πρώτα στάδια της μεταπυρικής αναγέννησης δεν επιτρέπει την ανάκαμψη του δασικού οικοσυστήματος. Τα νεαρά φυτά που αναγεννώνται θεωρούνται εξαιρετικές ζωοτροφές, όμως η βόσκηση στα κρίσιμα στάδια της μεταπυρικής διαδοχής είναι καταστρεπτική και έχει τα ίδια αποτελέσματα με την υπερβόσκηση. Πολλές πυρκαγιές προκαλούνται ηθελημένα από τον άνθρωπο με πιθανότερο κίνητρο τη δημιουργία βοσκοτόπων, δηλαδή τον περιορισμό των ανεπιθύμητων φυτών και την εμφάνιση μιας νέας φυτοκοινωνίας με επιθυμητά για βόσκηση είδη φυτών. Ο πολύ υψηλός αριθμός εκτρεφόμενων ζώων είναι ο λόγος που ωθεί τους κτηνοτρόφους στην πράξη αυτή. Ο ίδιος λόγος τους ωθεί στο να βάλουν το κοπάδι τους στην καμένη έκταση πριν αυτή να είναι έτοιμη για βόσκηση ή πριν μεγαλώσουν τα νεαρά δενδρύλλια. Η ξύλευση στα καμένα δάση γίνεται συνήθως με μηχανικά μέσα κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου έτους μετά τη φωτιά. Δυστυχώς όμως, κατά την απομάκρυνση των καμένων κορμών, τα νεαρά φυτά καταπατώνται και το έδαφος συμπιέζεται, με αποτέλεσμα την καταστροφή της δομής του.

Η σωστή διαχείριση του δάσους μετά από μια πυρκαγιά περιλαμβάνει το σχεδιασμό κατάλληλων αντιπλημμυρικών έργων, ειδικά σε περιοχές όπου το έδαφος είναι επικλινές και κινδυνεύει άμεσα από τη διάβρωση. Τα αντιπλημμυρικά έργα περιλαμβάνουν το κόψιμο των καμένων κορμών (κορμοδέματα) και κλαδιών (κλαδοπλέγματα) και την τοποθέτηση τους κάθετα προς την κλίση του εδάφους, ώστε σε περίπτωση βροχής να αποτρέψουν τη διάβρωση του εδάφους. Βέβαια, όταν τα νέα φυτά αναπτυχθούν, τα κορμοδέματα και τα κλαδοπλέγματα πρέπει να απομακρύνονται διότι αποτελούν εύφλεκτη ύλη για μια νέα πυρκαγιά. Αναδάσωση μιας περιοχής πρέπει να γίνεται μόνο εφόσον η φυσική αναβλάστηση του δασικού οικοσυστήματος έχει ολοκληρωθεί και μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχουν κάποια κενά βλάστησης. Η αναδάσωση ενός καμένου δάσους είναι μια διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιείται μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη και την κατάλληλη χρονική περίοδο.

Αν η αναδάσωση πραγματοποιηθεί αμέσως μετά τη φωτιά, η φύτευση των νέων δενδρυλλίων διαταράσσει την ισορροπία του οικοσυστήματος και εξαναγκάζει τους υπόλοιπους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς να υποστούν έναν ανταγωνισμό για τον οποίο δεν είναι προετοιμασμένοι. Τα είδη δέντρων που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να αποτελούν μέρος της φυσικής χλωρίδας της περιοχής και αν αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν φυτά που να ευδοκιμούν στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής. Η φύτευση ξενικών ειδών δέντρων διαταράσσει την ισορροπία του δασικού οικοσυστήματος και μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα, όπως είναι για παράδειγμα η εξαφάνιση κάποιων φυτικών ειδών του υπορόφου ή η αύξηση του πληθυσμού της κάμπιας στα πεύκα.

γ) Καλλιέργεια δέντρων για υλοτόμηση

Η σωστή διαχείριση του δασικού οικοσυστήματος επιβάλλει να μην απομακρύνεται από το δάσος περισσότερο ξύλο από αυτό που παράγεται με τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης στο ίδιο χρονικό διάστημα. Σε περιπτώσεις όπου οι ανάγκες για παραγωγή ξυλείας είναι αυξημένες (π.χ. στη Φιλανδία κορμοί δέντρων χρησιμοποιούνται ευρύτατα για την κατασκευή σπιτιών), το φυσικό οικοσύστημα ενισχύεται με την καλλιέργεια ενδημικών ειδών δέντρων που προορίζονται για υλοτόμηση. Ο ορθολογικός τρόπος εκμετάλλευσης των δασών συμβάλλει από τη μια πλευρά, στην προστασία του περιβάλλοντος και από την άλλη στη ανάπτυξη και διατήρηση της δασικής καλλιέργειας, έτσι ώστε τα αποθέματα για υλοτόμηση συνεχώς να αυξάνουν.

δ) Καλλιέργεια δέντρων για παραγωγή χαρτιού - Ανακύκλωση χαρτιού

Μεγάλες ποσότητες δασικής ξυλείας είναι απαραίτητες για την παραγωγή χαρτιού, γεγονός που οδήγησε στη συστηματική καλλιέργεια δέντρων κατάλληλων για την παραγωγή χαρτιού. Όμως, η ανάπτυξη τέτοιων τεχνητών καλλιεργειών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκχέρσωση των αυθεντικών δασών και την αντικατάσταση του πραγματικού δάσους από συστάδες που αποτελούνται από ένα μόνο είδος δέντρου. Οι μονοκαλλιέργειες υποβαθμίζουν τη βιοποικιλότητα του δασικού οικοσυστήματος, εφόσον τα ενδημικά φυτά αντιμετωπίζονται σαν ζιζάνια και τα ζώα σαν εχθροί. Τα βαριά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για την υλοτόμηση και μεταφορά της ξυλείας συμπιέζουν και σκληραίνουν το έδαφος. Τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα στην περιοχή του δάσους κινδυνεύουν με ρύπανση εξαιτίας της χρήσης φυτοφαρμάκων και νιτρικών λιπασμάτων.

Η μείωση της περιττής κατανάλωσης χαρτιού και η ενίσχυση των προγραμμάτων ανακύκλωσης αποτελούν αποτελεσματικές λύσεις για την αειφορική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων. Αν και η ανακύκλωση χαρτιού στην Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1960, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εφαρμόζεται πιο αποτελεσματικά (βλ. ενότητα απόβλητα).

ε) Προστασία της πανίδας

Η προστασία του δασικού οικοσυστήματος προϋποθέτει και την προστασία των ζωικών οργανισμών που ζουν μέσα σε αυτό. Τα μέτρα για την προστασία της άγριας δασικής πανίδας (άρθρα 253 και 254, ΝΔ 86/1969) περιλαμβάνουν την ίδρυση εκτροφείων θηραμάτων, καταφύγιων θηραμάτων και ελεγχόμενων κυνηγετικών περιοχών. Η ελληνική νομοθεσία ορίζει σε ποιές περιοχές το κυνήγι απαγορεύεται ολοκληρωτικά και σε ποιές επιτρέπεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Επίσης, ο νόμος καθορίζει τις επιτρεπτές εποχές κυνηγιού και τα επιτρεπόμενα κυνηγετικά μέσα. Η προστασία του θηράματος επιτελείται με τρόπους και μέσα που προβλέπονται από το νόμο και πραγματοποιείται από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και τις κυνηγετικές οργανώσεις που έχουν τη φροντίδα της εποπτείας και της διαχείρισης σημαντικών ζωνών (καταφύγια, εκτροφεία).

στ) Ευρωπαϊκή Ένωση, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και προστασία των δασών

Η δασική πολιτική της Ε.Ε. υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, πλην όμως η Ε.Ε. μπορεί να συμβάλει στην εφαρμογή της μέσω κοινών πολιτικών, βασιζόμενων στην αρχή της επικουρικότητας και στη συνυπευθυνότητα. Η αειφόρος διαχείριση των δασών στηρίζεται επομένως, στο συντονισμό μεταξύ των πολιτικών των κρατών μελών και των κοινοτικών πολιτικών και πρωτοβουλιών. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η Ε.Ε. ενθαρρύνει τη δράση των ευρωπαϊκών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.) που έχουν ως πρωταρχικό μέλημα την προστασία του περιβάλλοντος και που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και εφαρμογή της ευρωπαϊκής πολιτικής και νομοθεσίας στον τομέα του περιβάλλοντος. Οι οργανώσεις αυτές λειτούργησαν με βάση την εθελοντική εργασία ατόμων με ιδιαίτερες ευαισθησίες προς το περιβάλλον, επιστημόνων και κυρίως με τη συμμετοχή της νεολαίας. Στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο δραστηριοποιούνται αρκετές Μ.Κ.Ο. (βλ. πίνακα 4).

 

Πίνακας 4. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Μ.Κ.Ο. σε Διεθνές Επίπεδο


 

Πίνακας 4. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Ελληνικές Μ.Κ.Ο.

Πηγή: http://europa.eu.int/comm/environment/nature/

 


ζ) Προστατευόμενες περιοχές διεθνούς σημασίας

Εκτός από την εθνική νομοθεσία, ειδικές υποχρεώσεις για την προστασία της φύσης απορρέουν από σχετικές διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από το ελληνικό κράτος (πίνακας 5). Επιπλέον, η Ελλάδα έχει προτείνει περιοχές για ένταξη στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών, «Natura 2000» (Τόποι Κοινοτικού Ενδιαφέροντος και Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πουλιά) (πίνακας 6).

 

 

Πίνακας 6: Κατηγορίες Προστατευόμενων Περιοχών Φυσικού Περιβάλλοντος (σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία)

Πηγή: http://www.ekby.gr/el/PP. main el.html

 


3.2. Μακκία και Φρυγανώδης Βλάστηση

Η ανάγκη προσαρμογής της χλωρίδας στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος οδήγησε, μέσω της εξέλιξης, στην εμφάνιση δύο ιδιαίτερων τύπων οικοσυστημάτων. Τα μακί είναι συστήματα αείφυλλων, σκληρόφυλλων ειδών που σχηματίζουν ψηλούς και πυκνούς θαμνώνες σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις είναι αρκετές. Αντίθετα, εκεί που οι κλιματικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από ξηρασία εμφανίζονται συστήματα χαμηλών και αραιών θάμνων που ονομάζονται φρύγανα.

3.2.1. Μακί ή Μακκία Βλάστηση

Η μακκία βλάστηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του μεσογειακού τοπίου, έχει μεγάλη οικολογική αξία, εμφανίζει μεγάλη βιοποικιλότητα και προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση ρυθμίζοντας την απορροή του νερού και αποτρέποντας τις πλημμύρες. Η μακκία βλάστηση αναπτύσσεται στις υγρότερες περιοχές της μεσογειακής ζώνης σε υψόμετρο μέχρι 700 περίπου μέτρα και σε δασικές περιοχές που υποβαθμίστηκαν από φωτιά ή τη βόσκηση. Το ένα τέτατρο του ελλαδικού χώρου καλύπτεται από μακί. Η μακκία βλάστηση αποτελείται από ψηλές (2-2,5 μέτρα) και πυκνές θαμνώδεις συστάδες και χαρακτηρίζεται από την απουσία ποωδών φυτών στον υποόροφο. Τυπικά είδη των μακί στην Ελλάδα, είναι η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), η ελιά (Olea europaea var. Sylvestris), ο σχίνος (Pistacia lentiscus), το πουρνάρι (Quercus coccifera), οι κουμαριές (Arbutus unedo, A. Andrachne), το ρείκι (Erica arborea), η δάφνη (Laurus nobilis), η μυρτιά (Myrtus communis) κ.λπ. Τα θερμόφιλα μακί κέδρων (Juniperus oxycedrus, J. phoenicea) εξαπλώνονται στη Νότια Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Στις πιο υγρές περιοχές και στις όχθες χειμάρρων ή ρευμάτων απαντώνται η πικροδάφνη (Neriumoleander) και η λυγαριά (Vitexagnus - castus).

3.2.2. Φρύγανα

Τα φρύγανα αποτελούνται από χαμηλούς, αραιούς και ακανθώδεις ημισφαιρικούς θάμνους και χαρακτηρίζονται ως το τελευταίο στάδιο υποβάθμισης που προκύπτει από το συνδυασμό συχνών πυρκαγιών και υπερβόσκησης. Τα φρυγανικά οικοσυστήματα αποτελούν την τυπική βλάστηση των περιοχών με ξηρό μεσογειακό κλίμα, περιορισμένο διαθέσιμο νερό και φτωχά εδάφη, κυρίως στη Νότια Ελλάδα και στο Αιγαίο σε χαμηλά υψόμετρα. Σε περιοχές με ημίξηρο κλίμα τα φρύγανα εποικίζουν εγκαταλειμμένες καλλιέργειες (π.χ. σιτηρών) ή καμένες εκτάσεις. Τα φρύγανα προστατεύουν αποτελεσματικά το έδαφος από τη διάβρωση, εξαιτίας του εκτεταμένου (για το μέγεθος τους) ριζικού συστήματος που διαθέτουν. Ανθίζουν την άνοιξη δημιουργώντας ένα πολύχρωμο και ελκυστικό περιβάλλον με ιδιαίτερα ευχάριστο άρωμα. Κυρίαρχα είδη στα φρύγανα είναι το θυμάρι (Corydothymuscapitatus), η θρούμπα (Saturejathymbra), η ασφάκα (Phlomisfruticosa), οι λαδανιές (Cistus sp.), η λεβάντα (Lavandulastoechas), η αφάνα (Genistaacanthoclada), η ρίγανη (Origanumsp.), το αμάραντο (Helichrysumciculum), ο ασφόδελος (Asphodelussp.), η σκυλοκρεμμύδα (Urgineamaritima) κ.λπ.


3.2.3. Προσαρμογές της μακκίας και της φρυγανώδους βλάστησης

α) Η ξηρασία

Τα χαρακτηριστικά φυτικά είδη των μεσογειακών οικοσυστημάτων παρουσιάζουν ορισμένες προσαρμογές για την αντιμετώπιση της καλοκαιρινής ξηρασίας. Τα φρύγανα παρουσιάζουν το φαινόμενο του εποχιακού διμορφισμού, δηλαδή τα μεγάλα χειμωνιάτικα φύλλα τους αντικαθίστανται από μικρότερα φύλλα το καλοκαίρι. Τα μικρότερα καλοκαιρινά φύλλα έχουν λιγότερα στόματα ανά μονάδα επιφάνειας, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η εξάτμιση νερού μέσω της διαπνοής και έτσι να γίνεται μεγαλύτερη οικονομία νερού. Τα φρύγανα ξεπερνούν την κρίσιμη περίοδο της ξηρασίας με την ανθεκτική μορφή των σπερμάτων, τα οποία φυτρώνουν το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές.

Τα μακί έχουν μικρά δερματώδη φύλλα, για να περιορίζουν τη διαπνοή το καλοκαίρι, όταν η ξηρασία γίνεται έντονη. Επίσης, διαθέτουν ιδιαίτερα βαθύ ριζικό σύστημα που τους επιτρέπει να αντλούν το απαιτούμενο νερό από τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους. Ωστόσο, επειδή οι ανάγκες των μακί σε νερό είναι μεγαλύτερες από αυτές των φρυγάνων, τα μακί δεν εξαπλώνονται σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από έντονη και παρατεταμένη ξηρασία.

β) Η φωτιά

Τα μεσογειακά οικοσυστήματα έχουν εξελιχθεί σε άμεση σχέση με τη φωτιά και οι φυτικοί οργανισμοί έχουν αναπτύξει κατάλληλες προσαρμογές για την αντιμετώπισή της. Κάποια είδη μακκίας βλάστησης, όπως το πουρνάρι, ο σχίνος, ο κέδρος και η κουμαριά, αμέσως μετά από μια πυρκαγιά αναπτύσσουν παραβλαστήματα, δηλαδή νέους βλαστούς από υπόγειους οφθαλμούς ή φύλλα. Τα φρυγανικά είδη (π.χ. λαδανιές) παρουσιάζουν αυξημένη φυτρωτικότητα των σπερμάτων τους μετά τη φωτιά.

γ) Η περιοδικότητα του κλίματος

Τα φυτά που αναπτύσσονται στα μεσογειακά οικοσυστήματα αντιμετωπίζουν μεγάλες εναλλαγές θερμοκρασίας μεταξύ των εποχών και διαθέτουν ειδικές προσαρμογές σε αυτές. Έτσι, για παράδειγμα, τα μικρά και σκληρά φύλλα των μακί παρουσιάζουν ανθεκτικότητα τόσο στη ξηρασία όσο και στο ψύχος. Τα σπέρματα κάποιων ειδών φυτρώνουν μόνο την άνοιξη διότι η επιβίωση των νεαρών φυτών θα ευνοηθεί από τις υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες.

δ) Η βόσκηση

Τα φυτά διαθέτουν ορισμένες χαρακτηριστικές προσαρμογές για να αποφεύγουν την κατανάλωσή τους από φυτοφάγους οργανισμούς, όπως είναι, για παράδειγμα, τα πολύ σκληρά φύλλα, τα αγκάθια και η έντονη πικρή γεύση των φύλλων ή του βλαστού.


3.2.4. Παράγοντες υποβάθμισης της μακκίας
και της φρυγανώδους βλάστησης

Πολλές από τις δραστηριότητες του ανθρώπου έχουν προκαλέσει υποβάθμιση των οικοσυστημάτων μακκίας και φρυγανώδους βλάστησης:

  • Η εγκατάλειψη των παραδοσιακών μεθόδων καλλιέργειας και η επέκταση των εντατικών καλλιεργειών.
  • Η μεγάλη συχνότητα των πυρκαγιών που προκαλούνται από τον άνθρωπο (αμέλεια, εμπρησμός).
  • Η καύση της φυσικής βλάστησης, προκειμένου να μετατραπεί ο οικότοπος σε βοσκότοπο.
  • Η εισαγωγή ξένων φυτικών ειδών που δρουν ανταγωνιστικά προς τα ενδημικά είδη.
  • Η υπερβολική, μη ελεγχόμενη βόσκηση.
3.3. Λιβάδια ή Λειμώνες

Οι λειμώνες διακρίνονται σε φυσικούς και τεχνητούς. Οι φυσικοί λειμώνες είναι εκτάσεις γης στις οποίες αναπτύσσεται χλόη και ποώδης βλάστηση, ενώ τα δέντρα είναι πολύ αραιά ή δεν υπάρχουν καθόλου. Η βλάστησή τους αποτελείται από αυτοφυή και πολυετή φυτά που δεν έχουν μεγάλες απαιτήσεις σε νερό. Τα φυσικά λιβάδια προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση, διατηρούν και προφυλάσσουν τη χλωρίδα και την πανίδα και βελτιώνουν την αισθητική του τοπίου.

Οι τεχνητοί λειμώνες δημιουργήθηκαν από τον άνθρωπο, αφού πρώτα καταστράφηκαν τα άγρια φυτά που φύτρωναν εκεί και με τεχνητή σπορά καλλιεργήθηκαν νέα φυτικά είδη κατάλληλα για βοσκή με μεγαλύτερη απόδοση. Η αποτελεσματική διαχείριση των τεχνητών λιβαδιών περιλαμβάνει: α) πότισμα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, β) τακτική λίπανση και απομάκρυνση των παρασιτικών φυτών, γ) θερισμό για την παραγωγή χλωράς νομής ή σανού την κατάλληλη εποχή και έως τρεις φορές ετησίως, δ) ανανέωση με τεχνητή σπορά ή με παραβλάστηση και ε) διαχωρισμό του λιβαδιού σε ζώνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται περιοδικά για βόσκηση.

3.3.1. Φυσικοί λειμώνες στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, σε χαμηλά υψόμετρα (< 600 μέτρα), τόσο στη βόρεια και ηπειρωτική όσο και στα νησιά, αναπτύσσονται φυσικοί λειμώνες με μονοετή και πολυετή αγρωστώδη (π.χ. βρώμη, κριθάρι), αρωματικά φυτά (π.χ. ρίγανη, δυόσμος, φασκόμηλο) και γεώφυτα (π.χ. ανεμώνη, κυκλάμινο, ασφόδελος). Σε ξηρά εδάφη, σε μεγάλα υψόμετρα στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, η βλάστηση χαρακτηρίζεται από χαμηλούς αγκαθωτούς θάμνους (π.χ. ακανθολίμων, αστράγαλος, αγκαθιά). Στη Βόρεια Ελλάδα, σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 1200 μέτρα, με υγρότερο κλίμα και δριμύ χειμώνα, επικρατούν τα πολυετή αγρωστώδη. Είδη, όπως το θυμάρι και οι αγριοβιολέτες, συναντώνται στην αλπική ζώνη, σε ανοιχτές θέσεις της Κεντρικής Ελλάδας.

3.3.2. Στέπες (εύκρατοι λειμώνες)

Οι στέπες είναι λιβάδια που συναντώνται σε εύκρατες περιοχές, κυρίως στην Ευρωπαϊκή και Ασιατική Ρωσία. Οι πάμπες (pampas) της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, οι μεγάλες πεδιάδες (prairies) της Β. Αμερικής και τα οροπέδια (velt) της Ν. Αφρικής είναι, επίσης, τύποι εύκρατων λιβαδιών. Το κλίμα στις περιοχές αυτές παρουσιάζει εκτεταμένες περιόδους ξηρασίας, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των βροχοπτώσεων παρατηρείται την άνοιξη. Εξαιτίας των ψυχρών κλιματικών συνθηκών του χειμώνα και των θερμών και ξηρών συνθηκών του καλοκαιριού, η κυρίαρχη βλάστηση των λιβαδιών αυτών αποτελείται από χλόη και ποώδη φυτά (π.χ. αγρωστώδη, αγριολούλουδα) και είναι φτωχή σε θάμνους και δέντρα.

Αντιπροσωπευτικά είδη της πανίδας αυτών των εκτάσεων είναι οι βίσονες της Αμερικής, τα άγρια βουβάλια της Ευρασίας, οι αντιλόπες, τα κογιότ, οι αλεπούδες, οι λύκοι, οι λαγοί, τα ελάφια, οι ασβοί, οι νυφίτσες, καθώς επίσης τρωκτικά (π.χ. σκίουροι, ποντίκια) και ερπετά (π.χ. κροταλίες). Χαρακτηριστικό πολλών ζώων της στέπας είναι η κίνηση τους με άλματα, προκειμένου να αποφεύγουν τα ζώα που είναι θηρευτές τους. Επιλέον, στις στέπες απαντώνται παγκοσμίως 80 είδη πουλιών, από τα οποία, περίπου το 35% (28 είδη) ζει στις ευρωπαϊκές. Τυπικά είδη είναι ο λιβαδόκιρκος (Circus pygargus), η πετροτριλίδα (Burhinus oedicnemus), η γαλιάντρα (Melanocorypha calandra), αλλά και κάποια απειλούμενα είδη, όπως ο αγριόγαλος (Otistarda), η χαμωτίδα (Tetrax tertax) και το κιρκινέζι (Falco naumanni).

Τα εδάφη των στεπών είναι πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία και γι’ αυτόν το λόγο μεγάλο μέρος τους έχει μετατραπεί σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Επίσης, πολλά ζώα των στεπών απειλούνται από το κυνήγι.

3.3.3. Σαβάνες (τροπικοί λειμώνες)

Οι σαβάνες επικρατούν σε ορισμένες τροπικές περιοχές με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη διακύμανση στη συχνότητα των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια του έτους και την εναλλαγή διακριτών περιόδων ξηρασίας και υγρασίας. Σημαντικός παράγοντας για το σχηματισμό των σαβάνων είναι και η φωτιά. Συγκεκριμένα, θεωρείται ότι παλαιότερα στη θέση των σημερινών τροπικών λιβαδιών υπήρχαν δάση τα οποία, όμως, καίγονταν συχνά είτε από φυσικά είτε από ανθρωπογενή αίτια, με αποτέλεσμα την αδυναμία αναγέννησης των δασικών ειδών και την αντικατάστασή τους από τα ποώδη φυτά.

Εκτεταμένες σαβάνες υπάρχουν στην Αφρική, στην Ασία, στην Αυστραλία και στη Ν. Αμερική. Η μεγαλύτερη έκταση σαβάνας βρίσκεται στην ανατολική Αφρική και φιλοξενεί σημαντική ποικιλία σπονδυλωτών φυτοφάγων ζώων, όπως για παράδειγμα, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις και αντιλόπες. Στις σαβάνες απαντώνται διάσπαρτες μικρές συστάδες δέντρων ή και μεμονωμένα δέντρα ανθεκτικά στην ξηρασία, θάμνοι και ποώδης βλάστηση. Οι σαβάνες δεν αντιπροσωπεύουν το καταληκτικό στάδιο βλαστήσεως για τις περιοχές.

Η υπερβόσκηση από εξημερωμένα ζώα, το κυνήγι και οι πυρκαγιές που οφείλονται σε ανθρωπογενή αίτια είναι οι σημαντικότερες αιτίες υποβάθμισης των τροπικών λιβαδιών από τον άνθρωπο.

3.3.4. Λιβαδικές Διαπλάσεις Υψηλών Ορέων – Αλπικά λιβάδια

Τα αλπικά λιβάδια απαντώνται στις κορυφές των βουνών πάνω από τη δασική ζώνη, σε υψόμετρα από 1700 έως 2900 μέτρα. Οι περιοχές αυτές καλύπτονται από χιόνι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και η θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 0οC από τον Οκτώβριο μέχρι το Μάιο. Τα αλπικά λιβάδια σχηματίζονται από ποώδη φυτά και θάμνους, όπως η ξεραγκαθιά (Berberiscretica), οι τετραγκαθιές (είδη Astragalus), ο κοινός αγριόκεδρος (Juniperuscommunis) και η σκλήθρα (Alnusviridis). Επίσης, στα αλπικά λιβάδια απαντώνται διάφορα είδη αγριολούλουδων, καθώς και είδη αγρωστωδών. Τα αλπικά λιβάδια αποτελούν σημαντικό βιότοπο για πολλά είδη πουλιών, όπως η κοκκινοκαλιακούδα (Pyrrhocorax pyrrhocorax), η κιτρινοκαλιακούδα Pyrrhocorax graculus), η πετροπέρδικα (Alectoris graeca), ο χιονόστρουθος (Montifrigillanivalis sp.), καθώς και ορισμένων αρπακτικών, όπως ο γυπαετός (Gypaetus barbatus), το όρνιο (Gyps fulvus) και ο χρυσαετός (Aquila chrysaetos).


3.3.5. Παράγοντες υποβάθμισης των λειμώνων

Η ορθή διαχείριση των φυσικών λιβαδιών είναι σημαντική για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των δυναμικών διεργασιών του λιβαδικού οικοσυστήματος. Μια ήπια τεχνική διαχείρισης καθορίζει τον αριθμό των ζώων που θα βοσκήσουν, τη συχνότητα και το χρόνο βόσκησης. Στα λιβάδια της Μακεδονίας η υπερβόσκηση οδηγεί σε εξαφάνιση φυτικών ειδών που αποτελούν τροφή για τα φυτοφάγα ζώα και σε υποβάθμιση του εδάφους, ενώ αντίθετα η υποβόσκηση οδηγεί σε υπερβολική ανάπτυξη μη καταναλώσιμων φυτικών ειδών.

Σε γενικές γραμμές, η υπέρβαση της βοσκοϊκανότητας ενός λειμώνα μπορεί να προκαλέσει:

  • Μείωση της βιοποικιλότητας και ιδιαίτερα των επιθυμητών για βόσκηση φυτών με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγόμενης βοσκήσιμης βιομάζας
    • Απογύμνωση του εδάφους, με αποτέλεσμα την αύξηση της διάβρωσης
    • Συμπίεση του εδάφους, με αποτέλεσμα τη μείωση της δυνατότητας αναπαραγωγής ορισμένων φυτών με σπόρο

3.4. Άλλα Χερσαία Οικοσυστήματα

3.4.1. Έρημος

Οι έρημοι χαρακτηρίζονται από βλάστηση χαμηλής κάλυψης και άφθονες εκτάσεις γυμνού χώματος. Κλιματολογικά χαρακτηρίζονται ως οι πλέον ξηρές περιοχές της υδρογείου και οι θερμοκρασίες ποικίλουν από πολύ υψηλές έως πολύ χαμηλές. Η βλάστηση των ερήμων χαρακτηρίζεται από θάμνους που διαθέτουν πολύ καλές προσαρμογές για τη διατήρηση του νερού και από ετήσια φυτά με πολύ σύντομο κύκλο ζωής. Η πανίδα αποτελείται κυρίως από τρωκτικά, κογιότ, αλεπούδες και σαύρες, ενώ όπου υπάρχουν θάμνοι συναντάμε μικρό αριθμό ελαφιών και γαζελών.

3.4.2. Τούνδρα

Η τούνδρα συναντάται στο βορειότερο τμήμα της Αμερικής, της Ευρώπης και στη Σιβηρία. Είναι ένα εξαιρετικά ψυχρό χερσαίο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την παρουσία αιώνια παγωμένου νερού στο υπέδαφος. Τα κυρίαρχα είδη είναι βρύα, λειχήνες και μικροί θάμνοι που εμφανίζονται μόνο το καλοκαίρι, καθώς είναι η μόνη ευνοϊκή περίοδος του έτους. Η ανάπτυξη των δέντρων εμποδίζεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Στις τούνδρες υπάρχουν μεγάλα ζώα, όπως λύκοι, τάρανδοι, αρκούδες και μικρότερα, όπως λαγοί και κουκουβάγιες. Οι τούνδρες είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εύθραυστου οικοσυστήματος με χαμηλή βιοποικιλότητα, ενώ οι οργανισμοί που ζουν εκεί είναι ανθεκτικοί στο ψύχος και έχουν ιδιαίτερα χαμηλούς ρυθμούς αύξησης.

3.5. Γεωργικά Οικοσυστήματα

Γύρω στο 8.000 π.Χ. στην Εγγύς Ανατολή ο άνθρωπος από συλλέκτης έγινε παραγωγός της τροφής του, γεγονός που αποτέλεσε την αρχή της γεωργίας. Ως γεωργία ορίζεται η εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο με σκοπό την παραγωγή αγαθών για την κάλυψη βασικών του αναγκών (π.χ. τροφή, ενδυμασία). Η καλλιέργεια της γης και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας από τον άνθρωπο μετέτρεψαν πολλά φυσικά οικοσυστήματα σε τεχνητά αγροοικοσυστήματα, στα οποία προωθείται η ανάπτυξη επιθυμητών φυτικών ειδών και η εκτροφή ορισμένων ζωικών ειδών, μεταβάλλοντας έτσι τη σύνθεση της χλωρίδας και της πανίδας στις περιοχές αυτές. Τα αγροτικά οικοσυστήματα στηρίζονται στην κυριαρχία λίγων ή ενός μόνο φυτικού είδους και, ως εκ τούτου, αποτελούν μεν εξελιγμένα παραγωγικά συστήματα, αλλά, παράλληλα, είναι ευαίσθητα στις κλιματικές αλλαγές και τις ασθένειες.

Οι ήπιες παραδοσιακές γεωργικές τεχνικές που χρησιμοποιούνταν μέχρι το 19ο αιώνα δεν διατάρασσαν ιδιαίτερα την ισορροπία του χερσαίου οικοσυστήματος. Όμως, η επερχόμενη εντατικοποίηση της γεωργίας λόγω της αύξησης του παγκόσμιου ανθρώπινου πληθυσμού, είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Η ρύπανση του εδάφους, των υδάτων και της ατμόσφαιρας, ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων και η απώλεια της άγριας πανίδας και χλωρίδας οφείλονται σε ακατάλληλες γεωργικές πρακτικές και χρήσεις γης. Η εφαρμογή προγραμμάτων αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, η σύνδεση της παραγωγής με τη λήψη επιδοτήσεων και ο αναδασμός της αγροτικής γης, ενίσχυσαν τις εντατικές καλλιέργειες των πεδινών κυρίως περιοχών. Αντίθετα, στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, όπου η παραγωγικότητα είναι μικρή, η γεωργία σταδιακά εγκαταλείπεται, με συνέπεια τη διάβρωση των εδαφών που συντηρούσαν το γόνιμο χώμα.

Σήμερα στον πλανήτη μας υπάρχει άνιση κατανομή των τροφίμων. Κάποιες χώρες με την εξάσκηση της εντατικής γεωργίας παράγουν τρόφιμα που σε πολλές περιπτώσεις υπερκαλύπτουν τις ανάγκες τους, ενώ άλλες χώρες υποσιτίζονται. Η αύξηση της παραγωγής τροφίμων με τη χρήση νέων γεωργικών πρακτικών έχει υψηλό κόστος και είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί από τις πιο φτωχές χώρες. Όμως, και οι αναπτυγμένες χώρες, παρόλο που έχουν τη δυνατότητα χρήσης αυτών των τεχνικών, θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στο μέλλον εξαιτίας της εξάντλησης και της υποβάθμισης των φυσικών πόρων. Στόχος, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η αειφορική γεωργία (3.5.3), η οποία μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σήμερα, χωρίς, όμως, να αφαιρέσει από τις μελλοντικές γενιές το δικαίωμα να ικανοποιήσουν τις δικές τους.

3.5.1. Εντατικοποίηση της γεωργίας

α) Λιπάσματα

Τα λιπάσματα χρησιμοποιούνται με σκοπό την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, καθώς συμβάλλουν στη γρήγορη και επαρκή αναπλήρωση των θρεπτικών συστατικών του εδάφους που καταναλώθηκαν από προηγούμενες καλλιέργειες. Η ποσότητα του λιπάσματος που μπορεί να απορροφήσει ένα φυτό δεν είναι απεριόριστη, με αποτέλεσμα το πλεόνασμα να παραμένει στο έδαφος και να το ρυπαίνει. Κάποια λιπάσματα μπορούν να τροποποιήσουν την οξύτητα του εδάφους και να προκαλέσουν φαινόμενα οξίνισης ή αλάτωσης αυτού. Το νερό της βροχής παρασύρει το πλεόνασμα του λιπάσματος και ρυπαίνει τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και τα επιφανειακά ύδατα (λίμνες, ποτάμια, θάλασσες) όπου προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού. Σε περίπτωση υπερβολικής λίπανσης, ακόμα και τα φυτά μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα τοξικότητας. Επίσης, η υπερβολική λίπανση προκαλεί έκλυση αερίων που εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με μελέτες της Ε.Ε., η γεωργία ευθύνεται για το 10% περίπου των εκπομπώνθερμοκηπιακών αερίων, όπως είναι το μεθάνιο, το διοξείδιο του άνθρακα και τα οξείδια του αζώτου που εκλύονται από τα αζωτούχα λιπάσματα. Επιπλέον, η χρήση λιπασμάτων αυξάνει το κόστος της γεωργικής παραγωγής (κόστος λιπάσματος, έξοδα εφαρμογής). Τα αζωτούχα λιπάσματα θεωρούνται επίσης υπεύθυνα για καρκινογενέσεις.

β) Φυτοφάρμακα

Τα φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται ευρέως στις καλλιέργειες για την καταπολέμηση βλαβερών οργανισμών (παράσιτα, έντομα) που προσβάλλουν τα φυτά και για τον περιορισμό του ανταγωνισμού από ζιζάνια. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της ποιότητας και της ποσότητας της παραγωγής, η οποία εξασφαλίζει οικονομικό όφελος στον παραγωγό. Όμως, τα φυτοφάρμακα είναι τοξικές ουσίες, η αλόγιστη χρήση των οποίων μπορεί να προκαλέσει:

  • ρύπανση του εδάφους, των υπογείων και των επιφανειακών υδάτων
  • προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου και των ζώων, λόγω άμεσης έκθεσης (π.χ. εργαζόμενοι σε βιομηχανίες φυτοφαρμάκων ή αγρότες που τα χρησιμοποιούν) και έμμεσης έκθεσης (π.χ. μέσω των υπολειμμάτων τους σε γεωργικά προϊόντα και στο πόσιμο νερό ή με έκθεση παρευρισκομένων ατόμων ή ζώων σε παρασυρόμενο νέφος)
  • αρνητικές επιδράσεις στους επικονιαστές, σε άλλα έντομα και σε μικροοργανισμούς, με συνέπεια τη μείωση της βιοποικιλότητας
  • ανάπτυξη ανθεκτικότητας από τους ανταγωνιστές ή τους βλαβερούς οργανισμούς και πιθανό κίνδυνο για απώλεια της σοδειάς
  • αύξηση του κόστους παραγωγής

γ) Εκμηχάνιση της γεωργίας

Η χρήση μηχανημάτων στη γεωργία διευκόλυνε τους γεωργούς και ευνόησε της αύξηση της παραγωγής. Έδωσε την ευκαιρία στους παραγωγούς να ολοκληρώνουν τις εργασίες τους στο σωστό χρόνο, να μη χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια, να μεταφέρουν και να μεταποιούν τα προϊόντα τους εύκολα και γρήγορα. Όμως, η χρήση γεωργικών μηχανημάτων έχει και ορισμένες αρνητικές συνέπειες:

  • αυξάνει το κόστος παραγωγής
  • προκαλεί συμπίεση του εδάφους, με αποτέλεσμα την καταστροφή της δομής του
  • αυξάνει την κατανάλωση πετρελαίου (μη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας)
  • συμβάλλει στη ρύπανση της ατμόσφαιρας, λόγω των παραγόμενων καυσαερίων

δ) Γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί

Τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα δημιουργήθηκαν με σκοπό την παραγωγή ποικιλιών με μεγαλύτερη απόδοση και ανθεκτικότητα σε αντίξοες για την ανάπτυξή τους περιβαλλοντικές συνθήκες και παράσιτα. Δυνητικά, αυτά τα ανθεκτικότερα τροποποιημένα προϊόντα θα εξασφάλιζαν και μείωση στη χρήση των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων. Τελικά όμως, τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα θεωρήθηκαν ύποπτα για τη δημιουργία προβλημάτων υγείας στα ζώα και τον άνθρωπο, όπως και για τη μείωση της βιοποικιλότητας εξαιτίας της δημιουργίας νέων ανταγωνιστικών ποικιλιών.

3.5.2. Γεωργία και φυσικό περιβάλλον

α) Γεωργία και Νερό

Η γεωργία καταναλώνει σημαντικές ποσότητες νερού στις ανεπτυγμένες χώρες. Στη Νότια Ευρώπη η γεωργική άρδευση αντιπροσωπεύει πάνω από το 60% της κατανάλωσης νερού στις περισσότερες χώρες, ενώ στα βόρεια κράτη μέλη της Ε.Ε. κυμαίνεται από μηδέν έως πάνω από 30%. Η ποσότητα νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση εξαρτάται από παράγοντες, όπως το κλίμα, ο τύπος καλλιέργειας, τα χαρακτηριστικά του εδάφους, η ποιότητα των υδάτων, οι καλλιεργητικές πρακτικές και οι μέθοδοι άρδευσης. Είτε ως τεχνητή προσθήκη στα φυσικά διαθέσιμα ύδατα είτε ως αντιστάθμιση των εποχικών διακυμάνσεων των βροχοπτώσεων, η άρδευση παρέχει τη δυνατότητα βελτίωσης της παραγωγικότητας των καλλιεργειών και περιορισμού των κινδύνων που συνδέονται με περιόδους ξηρασίας, ενώ επιτρέπει την καλλιέργεια πιο κερδοφόρων φυτών. Ωστόσο, η γεωργική άρδευση μπορεί να ευθύνεται για την υπεράντληση νερού από τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες, τη διάβρωση και την αύξηση της αλατότητας του εδάφους, την αλλοίωση προϋπαρχόντων ημιφυσικών ενδιαιτημάτων, καθώς και για δευτερογενείς επιπτώσεις, λόγω της εντατικοποίησης της γεωργικής παραγωγής.

β) Γεωργία και Έδαφος

Η αύξηση του πληθυσμού και η έντονη οικιστική ανάπτυξη προκάλεσαν μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η ανάγκη για αύξηση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων εξασφαλίστηκε με την εντατικοποίηση της γεωργίας, η οποία όμως, οδήγησε σε υποβάθμιση του εδάφους. Οι ακατάλληλες γεωργικές πρακτικές, όπως η αλόγιστη λίπανση, η υπεράντληση υπογείων υδάτων για άρδευση, η εσφαλμένη χρήση φυτοφαρμάκων, η χρήση βαρέων μηχανημάτων και η υπερβόσκηση μπορούν να προκαλέσουν υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους. Ο μεγαλύτερος βαθμός εξειδίκευσης προς αροτραίες καλλιέργειες συνοδεύεται συχνά από εγκατάλειψη των παραδοσιακών τεχνικών, όπως είναι η αμειψισπορά (3.5.3.)και η χλωρή λίπανση (3.5.3.), πρακτικές που συνέβαλαν στην αποκατάσταση της περιεκτικότητας του εδάφους σε ανόργανα και οργανικά συστατικά.

γ) Γεωργία και Βιοποικιλότητα

Η δυναμική σχέση της βλάστησης με το κλίμα και την τοπογραφία έχει δημιουργήσει, σε συνάρτηση με τις ήπιες γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζονταν για αιώνες στην Ευρώπη, ένα μωσαϊκό αγροτικών τοπίων, όπως είναι τα εκτεταμένα βοσκοτόπια της Βορειοδυτικής Ευρώπης, οι εκτενείς αγροτοδασικές εκτάσεις της Σκανδιναβικής Χερσονήσου και τα μικτά γεωργοκτηνοτροφικά συστήματα της Μεσογείου. Η μεγάλη ποικιλία των τοπίων αυτών συντηρεί και ένα μεγάλο αριθμό ειδών πανίδας και χλωρίδας, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται άμεσα από τη συνέχιση των παραδοσιακών μορφών γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Η γεωργική βιοποικιλότητα περιλαμβάνει όλη την ποικιλία των ζώων, φυτών και μικροοργανισμών, σε γενετικό επίπεδο και σε επίπεδο ειδών και οικοσυστήματος, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση των βασικών λειτουργιών του γεωργικού οικοσυστήματος, της δομής και των διεργασιών του. Η εντατικοποίηση της παραγωγής, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών τεχνικών και η αλλαγή στη χρήση της γεωργικής γης μπορεί να απειλήσει τη βιοποικιλότητα των γεωργικών οικοσυστημάτων.

 3.5.3. Αειφορική Αγροτική Οικονομία

3.5.3.1. Καλλιεργητικές Τεχνικές για την Αειφορική Γεωργία

α)     Ορθολογική χρήση λιπασμάτων

Για να επιτευχθεί μια ορθολογική χρήση λιπασμάτων στις καλλιέργειες πρέπει:

  • Η λίπανση να μη στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εμπειρικές γνώσεις, αλλά να λαμβάνονται υπόψη το επίπεδο γονιμότητας του εδάφους και τα υπάρχοντα εδαφικά αποθέματα θρεπτικών ουσιών.
  • Να συνεκτιμώνται οι απαιτήσεις των καλλιεργειών σε θρεπτικά στοιχεία και οι ανάγκες για την καταπολέμηση εντόμων, ασθενειών και ζιζανίων.
  • Να συνεκτιμώνται οι επιδράσεις των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους (π.χ. ειδικό βάρος, δομή).
  • Να λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά των λιπασμάτων στο έδαφος, καθώς και οι απώλειες που υπάρχουν λόγω έκπλυσης, απονιτροποίησης κ.λπ.

β)     Χλωρή λίπανση

Χλωρή λίπανση είναι η ενσωμάτωση στο έδαφος με όργωμα χλωρών φυτών που καλλιεργούνται για το σκοπό αυτό. Συνήθως, χρησιμοποιούνται αζωτοδεσμευτικά ή βαθύρριζα φυτά που αντλούν θρεπτικά στοιχεία από το υπέδαφος ή φυτά πλούσια σε οργανική ουσία. Καλύτερα αποτελέσματα στη γεωργική παραγωγή επιτυγχάνονται, όταν τα φυτικά υπολείμματα επιστρέφονται στο έδαφος.

γ)     Ορθολογική χρήση γεωργικών φαρμάκων
(παρασιτοκτόνα, εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα)

Μείωση ή αποφυγή της χρήσης των γεωργικών φαρμάκων μπορεί να επιτευχθεί με τις παρακάτω μεθόδους:

  • Μηχανική καλλιέργεια: Η αντιμετώπιση των ζιζανίων δεν γίνεται με ζιζανιοκτόνα, αλλά με εργαλεία και μηχανήματα. Πρέπει, όμως, να δοθεί προσοχή στη διατήρηση της δομής του εδάφους.
    • Καλλιέργεια ποικιλιών (φυσικών, όμως, και όχι γενετικά τροποποιημένων) που είναι ανθεκτικές σε κάποια παράσιτα.
    • Χρήση ζιζανιοκτόνων που παράγονται από φυσικές ουσίες (π.χ. από φυτά).
    • Βιολογική καταπολέμηση (βιοέλεγχος): Καταπολέμηση εντόμων και άλλων παρασίτων βλαβερών για τα καλλιεργήσιμα φυτά με τη χρήση οργανισμών που αποτελούν φυσικούς εχθρούς των παρασίτων. Η χρήση γενετικά τροποποιημένων υβριδίων για το βιοέλεγχο θα πρέπει να αποφεύγεται, μέχρι να εξασφαλιστεί πως η απελευθέρωση τέτοιων υβριδίων στο φυσικό περιβάλλον δεν είναι βλαβερή για τη βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος.
    • Καλλιεργητικές τεχνικές, όπως αμειψισπορά, χρήση ανταγωνιστικών καλλιεργειών, υπολείμματα αλληλοπαθητικών καλλιεργειών, συγκαλλιέργεια, φυσική ή τεχνητή κάλυψη εδάφους. Αμειψισπορά είναι η προγραμματισμένη εναλλαγή καλλιεργειών σε μια έκταση, η οποία βοηθά στην αποκατάσταση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους και στη μείωση της διάβρωσης, αφού διατηρεί το έδαφος καλυμμένο με βλάστηση. Επίσης, η εναλλαγή καλλιεργειών δεν επιτρέπει στους πληθυσμούς των βλαβερών για τις καλλιέργειες εντόμων να πολλαπλασιαστούν από χρονιά σε χρονιά.

δ)     Διατήρηση, χαρακτηρισμός, συλλογή και χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων
στη γεωργία
με σκοπό τη διεύρυνσητης ποικιλότητας των φυτών και των ζώων.

ε)    Βελτίωση της κατάστασης των αρδευτικών υποδομών και ανάπτυξη βελτιωμένων αρδευτικών τεχνικών.

στ)  Συντηρητικό όργωμαγια την αποφυγή της διάβρωσης.

ζ)     Ξηρικές καλλιέργειες: Καλλιέργειες που αξιοποιούν μη αρδευόμενες εκτάσεις.

η)    Αξιοποίηση επικλινών εδαφών: Η διαμόρφωση των εδαφών σε αναβαθμίδες
(πεζούλες, σκαλοπάτια) βοηθά στη συγκράτηση του νερού, στην αποφυγή της διάβρωσης (βλ. εικόνα 16).

 

Εικόνα 16: Διαμόρφωση επικλινούς εδάφους σε αναβαθμίδες (πεζούλες ή σκαλοπάτια)

 

Πηγή: Εκπαιδευτικό πακέτο: Έδαφος –μήτρα ζωής  Υπ.Ε.Π.Θ.

 

3.5.3.2. Βιολογική Γεωργία

Σήμερα η γεωργία ασκείται ως:

  • Συμβατική:ταγεωργικά προϊόντα παράγονται με τη χρησιμοποίηση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων.
  • Βιολογική:βιώσιμη και ήπια μορφή γεωργίας που ελαχιστοποιεί την επιβάρυνση προς το περιβάλλον και τη χρήση μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων. Βασίζεται σε τεχνικές όπως η αμειψισπορά, η χλωρή λίπανση, η ορθολογική χρήση των γεωργικών μηχανημάτων και οι βιολογικές μορφές καταπολέμησης των παρασίτων.
  • Ολοκληρωμένη:πρόκειται γιασυνδυασμένη χρήση βιολογικών, καλλιεργητικών και χημικών μεθόδων όσον αφορά στην καλλιέργεια των φυτών και στην καταπολέμηση των ασθενειών τους.

Ειδικότερα, η βιολογική γεωργία εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 ως λύση στα προβλήματα που δημιούργησε η συμβατική. Η βιολογική γεωργία απαιτεί εναρμόνιση των αναγκών του ανθρώπου με τους κανόνες της φύσης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να παρουσιαστούν ορισμένες δυσκολίες κατά την αρχική της εφαρμογή. Τώρα, πλέον, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος για τους καταναλωτές και θεωρείται ως η λύση στο πρόβλημα του υποσιτισμού στις υποανάπτυκτες χώρες.

 

Στη βιολογική γεωργία κυριαρχούν οι εξής τρεις αρχές:

  • Η αρχή της ολιστικής προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία η γεωργία αντιμετωπίζεται ως σύνολο, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που καθορίζουν το ύψος και την ποιότητα της παραγωγής.
  • Η αρχή της διαχρονικής αντιμετώπισης επισημαίνει ότι η γεωργία δεν αρκείται σε αποσπασματικές ενέργειες και αποτελέσματα μιας καλλιεργητικής περιόδου, αλλά κάθε ενέργεια θεωρείται συνέπεια της προηγούμενης και προετοιμασία της επόμενης.
  • Η αρχή της σύνδεσης των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, σύμφωνα με τη οποία ο παραγωγός δεν παράγει για έναν άγνωστο και ανώνυμο καταναλωτή και ο καταναλωτής δεν αδιαφορεί για την παραγωγική διαδικασία και τις επιπτώσεις της.

Στόχοι της βιολογικής γεωργίας είναι:

  • Η παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας σε επαρκή ποσότητα.
    • Η επαρκής θρέψη των φυτών χωρίς τη χρήση λιπασμάτων.
    • Η διατήρηση και βελτίωση της εδαφικής γονιμότητας, της βιοποικιλότητας και της οικολογικής ισορροπίας.
    • Ο ικανοποιητικός έλεγχος των εχθρών, των ασθενειών και των ζιζανίων που απειλούν μια καλλιέργεια χωρίς τη χρήση χημικών φαρμάκων

Επίσης, η βιολογική γεωργία καλείται να προσφέρει στους παραγωγούς αξιοπρεπή διαβίωση, κάλυψη των βασικών τους αναγκών, επαρκές εισόδημα και ικανοποίηση από την εργασία τους σε ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον. Τέλος, η βιολογική γεωργία είναι τρόπος και στάση ζωής με σεβασμό στον άνθρωπο, το περιβάλλον και τη γεωργική εργασία.

3.5.3.3. Αγροτουρισμός

Ο αγροτικός τουρισμός είναι μια μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής υπό μορφή διακοπών σε μεγάλα αγροτικά συγκροτήματα και κοινότητες. Υπηρεσίες διαμονής, εστίασης και αναψυχής μπορεί να παρέχονται μέσα ή έξω από την αγροτική εκμετάλλευση από κατ’ επάγγελμα (όχι υποχρεωτικά κύριο) αγρότες. Τα ορεινά χωριά και τα ψαροχώρια μικρών νησιών της χώρας μας προσφέρονται για αγροτουρισμό. Γηγενείς αγρότες ή άλλοι μικροεπαγγελματίες ασχολούνται με αυτή τη μορφή τουρισμού συμπληρωματικά στην κύρια δραστηριότητά τους. Οι τουρίστες επισκέπτονται περιοχές με φυσικό κάλος, όπου μπορούν να ασχοληθούν με δραστηριότητες προσιτές σε αυτούς, ενώ διαμένουν σε σπίτια αγροτών ή παραδοσιακούς ξενώνες. Μέσω του αγροτουρισμού δίνονται κίνητρα στους αγρότες, ώστε να μην εγκαταλείψουν τον τόπο τους και την παραγωγή τους.

 

Publicité
Publicité
Commentaires
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Publicité
Pages
Visiteurs
Depuis la création 126 168
Newsletter
Publicité