Canalblog
Editer l'article Suivre ce blog Administration + Créer mon blog
Publicité
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
12 novembre 2013

ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Εσωτερικά Ύδατα

Εσωτερικά Ύδατα

1.    Εισαγωγή

Τα υδάτινα οικοσυστήματα που χαρακτηρίζονται από την παρουσία του γλυκού νερού, ονομάζονται "εσωτερικά ύδατα" και περιλαμβάνουν τα "επιφανειακά ύδατα" που σχηματίζουν τους υγροτόπους και τα "υπόγεια ύδατα", τα οποία επηρεάζονται, αλλά και επηρεάζουν τα επιφανειακά ύδατα. Τα επιφανειακά ύδατα αποτελούνται από:

α)   Φυσικά οικοσυστήματα, όπου το νερό είναι στάσιμο, δηλαδή τις λίμνες (μόνιμες και εποχιακές), τα έλη του γλυκού νερού, τους βάλτους, τα τέλματα, τις τυρφώδεις εκτάσεις, τα υγρολίβαδα και τους καλαμιώνες.

β)   Ανθρωπογενή οικοσυστήματα, όπου το νερό είναι στάσιμο, δηλαδή τις τεχνητές λίμνες (ή ταμιευτήρες), τους ορυζώνες και τις αποστραγγιστικές τάφρους.

γ)    Φυσικά οικοσυστήματα, όπου το νερό είναι τρεχούμενο (ρέοντα ύδατα), δηλαδή τα ποτάμια, τα ρέματα, οι χείμαρροι και τα ρυάκια.

δ)    Ανθρωπογενή οικοσυστήματα, όπου το νερό είναι τρεχούμενο, δηλαδή τα αρδευτικά κανάλια

2.   Επιφανειακά στάσιμα ύδατα

2.1. Λίμνες

Οι λίμνες είναι υδατοσυλλογές, οι οποίες έχουν μέγεθος από λίγα μέχρι και χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, όπως η Κασπία Θάλασσα που έχει έκταση 371.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα[1]. Το βάθος των λιμνών, επίσης, μπορεί να κυμαίνεται από μερικά εκατοστά μέχρι 1740 μ. που είναι το μέγιστο βάθος της λίμνης Βαϊκάλης στη Ρωσία, της πιο βαθιάς λίμνης του κόσμου. Οι λίμνες συνήθως έχουν γλυκό νερό, αλλά σε πολύ ξηρά κλίματα, λόγω της αυξημένης εξάτμισης του νερού, η περιεκτικότητά τους σε άλατα μπορεί να υπερβεί εκείνη της θάλασσας, οπότε έχουμε τις λεγόμενες αλμυρές λίμνες. Εκτός από την Κασπία, η οποία είναι ιδιαίτερα αλμυρή στο νότιο τμήμα της, τα πιο αλμυρά νερά στον κόσμο απαντώνται στη Νεκρά Θάλασσα (Μέση Ανατολή) και στη Λίμνη Άσαλ (Αφρική).

Οι μεγάλες λίμνες είναι μόνιμα κατακλυσμένες με νερό, ενώ οι μικρές εποχιακές λίμνες σχηματίζονται από τα νερά των βροχών και από το λιώσιμο του χιονιού κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης. Η επιφάνεια του νερού σε μια μεγάλη λίμνη αυξάνεται κατά τη διάρκεια των βροχών.


2.1.1. Προέλευση και εξέλιξη των λιμνών

Οι λίμνες σχηματίζονται σε στεγανές κοιλότητες του εδάφους (που δεν επιτρέπουν την εισροή του νερού στο υπέδαφος), όπου η ποσότητα του νερού που συγκρατείται είναι μεγαλύτερη από αυτή που εξατμίζεται.

Οι λίμνες κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τα φαινόμενα που προκάλεσαν τη δημιουργία τους, ως εξής:

  • Τεκτονικές, οι οποίες δημιουργήθηκαν από μετακινήσεις και διαρρήξεις του στερεού φλοιού της γης.
  • Ηφαιστειακές, οι οποίες καταλαμβάνουν κρατήρες σβησμένων ηφαιστείων ή δημιουργήθηκαν μετά τη φραγή ενός ποταμού από λάβα.
  • Καρστικές, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη διάβρωση ασβεστολιθικών ή δολομιτικών πετρωμάτων από υπόγεια ή επιφανειακά νερά, π.χ. λίμνες Πρεσπών, Καστοριάς και Ιωαννίνων
  • Παγετωνικές, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη διέλευση των παγετώνων κατά μήκος μιας κοιλάδας ποταμού, η οποία διευρύνεται και υποσκάπτεται, ενώ το κατώτερο τμήμα της φράσσεται από τα φερτά υλικά που συγκεντρώνονται εκεί μετά το λιώσιμο των πάγων.
  • Λίμνες Κατολισθήσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν από κατολισθήσεις που έφραξαν τη ροή ποταμών, όπως, για παράδειγμα, η λίμνη Τσιβλού στην Ακράτα της Πελοποννήσου.
  • Παράκτιες, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την επίδραση των παλιρροϊκών και κυματικών δυνάμεων της θάλασσας που παρασύρουν άμμο και την εναποθέτουν στην εκβολή ενός ποταμού. Ο καθολικός αποκλεισμός της θάλασσας σχηματίζει μια παράκτια λίμνη, όπως ήταν αυτή της Αγουλινίτσας στη Πελοπόννησο. Συνήθως, όμως, δεν υπάρχει ολοκληρωτικός αποκλεισμός της θάλασσας, οπότε έχουμε το σχηματισμό λιμνοθάλασσας, όπως αυτή του Μεσολογγίου.
  • Τεχνητές λίμνες ή ταμιευτήρες, οι οποίεςδημιουργήθηκαν με την ανθρώπινη παρέμβαση, συνήθως μετά την κατασκευή φραγμάτων π.χ. η λίμνη Κερκίνη.

Όλες οι λίμνες ακολουθούν παρόμοια εξέλιξη περνώντας από τα στάδια της νεότητας, του γηρασμού και της τελικής πλήρωσης. Η διάρκεια ζωής της κάθε λίμνης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη λεκάνη απορροής. Η λεκάνη απορροής είναι η ευρύτερη περιοχή συλλογής των υδάτων και περιλαμβάνει ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων που περιέχει ρυάκια, ποτάμια και μια ή περισσότερες λίμνες. Έτσι, μέσω των ρεόντων υδάτων διαβρώνεται το έδαφος της λεκάνης απορροής, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται υλικά στις λίμνες. Τα συστατικά αυτά μπορεί να είναι σε μορφή διαλυμένων ή αιωρούμενων σωματιδίων, αλλά και φερτό υλικό που καθιζάνει στον πυθμένα της λίμνης. Η συνεχής αυτή μεταφορά υλικών που βυθίζονται στον πυθμένα δημιουργεί ιζηματογενή στρώματα τα οποία με τον καιρό μειώνουν το βάθος της λίμνης, με αποτέλεσμα αυτή να μετατρέπεται σε έναν αβαθή βαλτώδη υγρότοπο (βλ. εικόνα 43).

Εικόνα 43: Η Εξέλιξη των λιμνών

 

2.1.2. Λιμναίο οικοσύστημα

Η δομή και η κατάσταση του λιμναίου οικοσυστήματος εξαρτάται από τη λεκάνη απορροής, καθώς τα χαρακτηριστικά της (μέγεθος και γεωλογική σύσταση) σε συνδυασμό με το κλίμα αλλά και τις ανθρώπινες χρήσεις της περιοχής αυτής, καθορίζουν την ποσότητα και την ποιότητα των χημικών στοιχείων που εισέρχονται στη λίμνη.

2.1.2.1.           Μορφομετρικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά
του λιμναίου οικοσυστήματος

Τα μορφομετρικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της λίμνης, είναι η έκταση (Α), το μέγιστο (Ζmax) και το μέσο (Ζ) βάθος, το μήκος (L) και το πλάτος, ο όγκος (V) του νερού, το μήκος και η διαμόρφωση της ακτογραμμής της. Τα χαρακτηριστικά αυτά με τη σειρά τους καθορίζουν την κατανομή των φυσικών παραμέτρων (φως, θερμοκρασία) και κατ’ επέκταση, διαμορφώνουν την κατανομή των χημικών (pH, Ο2, θρεπτικά συστατικά) και βιολογικών παραμέτρων (χλωρίδα, πανίδα).

2.1.2.2. Υδραυλικός χρόνος παραμονής του νερού στη λίμνη

Ένας ακόμη παράγοντας που καθορίζει τη δομή του λιμναίου οικοσυστήματος είναι ο υδραυλικός χρόνος παραμονής του νερού στη λίμνη, δηλαδή ο χρόνος που απαιτείται για να ξαναγεμίσει μια άδεια λίμνη μέσω της φυσικής ροής των νερών που την τροφοδοτεί. Ο παράγοντας αυτός αποτελεί ένα σημαντικό δείκτη της ρύπανσης και της κατανομής των θρεπτικών συστατικών στη λίμνη.

 

Εικόνα 44: Θερμική Ζώνωση Λιμνών

 

Πηγή: (http://watεrontheweb.org/)

 

2.1.2.3. Οι φυσικές παράμετροι στο λιμναίο οικοσύστημα

Οι φυσικέςπαράμετροιπεριλαμβάνουν τη θερμοκρασία και τη φωτεινότητα. Στις βαθιές λίμνες ο βυθός παραμένει σκοτεινός, όπως και στη θάλασσα. Η επιφανειακή ζώνη της λίμνης που φτάνει το φως λέγεται ευφωτική, ενώ η ζώνη στην οποία δε φτάνει το φως λέγεται αφωτική. Η παρουσία ή η απουσία του φωτός επηρεάζει και τη θερμοκρασία του νερού, με αποτέλεσμα το νερό στην επιφάνεια να είναι πιο θερμό και αραιό, ενώ σε μεγαλύτερα βάθη πιο ψυχρό και πυκνό (θερμική στρωμάτωση λίμνης). Το τμήμα αυτό που χαρακτηρίζεται από την απουσία του φωτός και από ψυχρό και πυκνό νερό ονομάζεται υπολίμνιο, ενώ το επιφανειακό τμήμα ονομάζεται επιλίμνιο. Μεταξύ των δύο αυτών στρωμάτων δημιουργείται ένα περιορισμένο στρώμα, όπου αναμειγνύεται το θερμό νερό του επιλίμνιου με το ψυχρότερο του υπολίμνιου, που ονομάζεται μεταλίμνιο. Η στρωμάτωση είναι πιο έντονη το καλοκαίρι και εξαφανίζεται το φθινόπωρο με την πτώση της θερμοκρασίας. Οι διαφοροποιήσεις αυτές παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ισορροπίας των λιμναίων οικοσυστημάτων. Στις ρηχές λίμνες το φως φτάνει ως το βυθό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αυτή η στρωμάτωση (εικόνα 44).

2.1.2.4. Οι χημικές παράμετροι στο λιμναίο οικοσύστημα

Οι χημικές παράμετροιπου επηρεάζουν τα λιμναία οικοσυστήματα είναι η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου, τα θρεπτικά συστατικά και η ενεργός οξύτητα (pH).

Πιο συγκεκριμένα, ο εμπλουτισμός της λίμνης σε οξυγόνο γίνεται μέσω διάχυσης του ατμοσφαιρικού οξυγόνου στο νερό και μέσω της παραγωγής οξυγόνου κατά τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης από τα ανώτερα υδρόβια φυτά,τα φύκη, το φυτοπλαγκτόν και το περίφυτο. Στις λίμνες το οξυγόνο υπάρχει σε πολλές μορφές και δεν είναι πάντα διαλυμένο στο νερό. Η διαλυτότητα του οξυγόνου και η κατανομή του στο νερό των λιμνών εξαρτώνται από: α) το κλίμα, β) τη θερμοκρασία του νερού και τη θερμική στρωμάτωση της λίμνης, γ) το υψόμετρο (ατμοσφαιρική πίεση), δ) τον κυματισμό, ε) την παρουσία φωτοσυνθετικών οργανισμών, στ) την παρουσία αερόβιων οργανισμών, ζ) το οργανικό και ανόργανο υλικό (που παράγεται στο εσωτερικό της λίμνης ή που εισέρχεται στη λίμνη), η) την περιεκτικότητα σε οξυγόνο των εισερχόμενων στη λίμνη νερών (υπολίμνιες πηγές, επιφανειακά ρεύματα που απορρέουν στη λίμνη) και θ) το σχήμα και μέγεθος της λεκάνης απορροής.

Όσον αφορά στα θρεπτικά συστατικά, δηλαδή όλες τις ουσίες που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη των οργανισμών, αυτά διακρίνονται σε μακροθρεπτικά, όπου είναι απαραίτητη η μεγάλη συγκέντρωσή τους στο νερό (ο άνθρακας, τα νιτρικά, νιτρώδη, αμμωνιακά και φωσφορικά άλατα, το πυρίτιο, τα κατιόντα ασβεστίου, μαγνησίου, καλίου και τα ανιόντα θείου) και σε μικροθρεπτικάήιχνοστοιχεία που είναι απαραίτητα σε μικρές μόνο ποσότητες (τα κατιόντα των μετάλλων σιδήρου (Fe), μαγγανίου (Mn), χαλκού (Cu) και ψευδαργύρου (Zn) κ.ά).

Από τα θρεπτικά συστατικά που καθορίζουν τη βιοποικιλότητα σε ένα λιμναίο οικοσύστημα, τα νιτρικά, τα νιτρώδη και τα αμμωνιακά, αποτελούν ενώσεις του αζώτου (Ν) οι οποίες εισάγονται στο νερό από τη δέσμευση ατμοσφαιρικού αζώτου, τη διάβρωση και απόπλυση των εδαφών της λεκάνης απορροής, από τα υπόγεια και τα επιφανειακά νερά, την αποσύνθεση οργανικού υλικού από βακτήρια και από τα παντός είδους απόβλητα που εισρέουν στη λίμνη (γεωργικά και αστικά λύματα). Τα αμμωνιακά και τα νιτρώδη άλατα εισέρχονται στο νερό και, όταν υπάρχει αρκετό οξυγόνο, τα βακτήρια τα μετατρέπουν σε νιτρικά άλατα (βακτηριακή νιτροποίηση), τα οποία προσλαμβάνονται από τους φυτικούς οργανισμούς. Όταν η συγκέντρωση του φυτοπλαγκτού αυξάνεται (κατά τους θερινούς μήνες), η συγκέντρωση των νιτρικών αλάτων μπορεί να μειωθεί δραστικά στο επιφανειακό στρώμα του νερού. Αντίστοιχα, η χαμηλή συγκέντρωση οξυγόνου στα βαθύτερα στρώματα αποτρέπει το σχηματισμό νιτρικών αλάτων από τα βακτήρια.

Ένα από τα βασικά θρεπτικά συστατικά των ζωικών και των φυτικών οργανισμών αποτελεί και ο φώσφορος(Ρ), με τη μορφή φωσφορικών κυρίως ιόντων (ΡΟ43- και ΗΡΟ42-). Πηγές των φωσφορικών ιόντων στο υδάτινο περιβάλλον αποτελούν τα γεωργικά και βιομηχανικά λύματα και η απελευθέρωσή τους μέσω της διάβρωσης του εδάφους της λεκάνης απορροής. Ο φώσφορος αποτελεί συνήθως περιοριστικό παράγοντα της πρωτογενούς παραγωγής στα εσωτερικά ύδατα και είναι καθοριστικής σημασίας για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας. Οι ενώσεις του φωσφόρου στο νερό διακρίνονται σε οργανικές ή ανόργανες, διαλυμένες ή σωματιδιακές. Η συγκέντρωση του φωσφόρου στο υδάτινο περιβάλλον εξαρτάται από τη θερμοκρασία, το pH και τη συγκέντρωση νιτρικών και νιτρωδών αλάτων. Η ανακύκλωση του φωσφόρου στο νερό επιτυγχάνεται, όταν κατά την αποικοδόμηση των νεκρών οργανισμών απελευθερώνονται φωσφορικές ενώσεις που καθιζάνουν στον πυθμένα και, εν συνεχεία, διαχέονται ξανά στο νερό, για να δεσμευτούν από το φυτοπλαγκτόν και την υπόλοιπη υδρόβια βλάστηση.

Εκτός από το άζωτο και το φώσφορο, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της υδρόβιας ζωής κατέχουν το θείο(S) και το πυρίτιο (Si). Οι πιο σημαντικές πηγές εισροής θείου στο υδάτινο περιβάλλον είναι οι βροχοπτώσεις, με τη βοήθεια των οποίων το ατμοσφαιρικό θείο καθιζάνει στο νερό, και τα ιζηματογενή πετρώματα που είναι πλούσια σε θείο.

Τέλος, τα ιχνοστοιχεία, αν και έχουν μικρή περιεκτικότητα στο νερό, είναι απαραίτητα για τη σωστή ανάπτυξη των υδρόβιων οργανισμών. Η φυσική εισροή τους στην υδάτινη μάζα της λίμνης γίνεται κυρίως μέσω της διάβρωσης των πετρωμάτων από το νερό. Σήμερα, όμως, μεγάλο ποσοστό της συγκέντρωσής τους στο νερό οφείλεται σε ανθρωπογενείς παράγοντες, και κυρίως σε βιομηχανικά απόβλητα.

Η περιεκτικότητα του νερού σε θρεπτικά συστατικά διαφοροποιεί τις λίμνες σε ολιγοτροφικές (οι οποίες περιέχουν μικρή ποσότητα θρεπτικών και χαρακτηρίζονται από μειωμένη παρουσία βλάστησης και διαυγές νερό), μεσοτροφικές (οι οποίεςέχουν πιο πλούσια φυτική βλάστηση και διαυγές νερό) και ευτροφικές (πουέχουν αυξημένη περιεκτικότητα θρεπτικών και αυξημένη φυτική βλάστηση, η οποία προκαλεί μειωμένη διαύγεια των νερών). Στη γένεσή τους οι λίμνες είναι ολιγοτροφικές και όσο πλησιάζουν προς το στάδιο της τελικής πλήρωσης μετατρέπονται σε ευτροφικές. Παρολαυτά ο ευτροφισμός μπορεί να επέλθει στο λιμναίο περιβάλλον πολύ πριν το στάδιο της τελικής πλήρωσης της λίμνης, λόγω των ανθρωπογενών επιδράσεων.

2.1.2.5. Η ενεργός οξύτητα (pH)

Ένας ακόμη παράγοντας που χαρακτηρίζει την ποιότητα των υδάτων είναι η ενεργός οξύτητα (pH). Τα φυσικά νερά έχουν τιμές pH που κυμαίνονται μεταξύ των 4-9 μονάδων, ενώ οι τιμές 6,5-8,5 είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι καταλληλότερες για τους υδρόβιους οργανισμούς. Η ενεργός οξύτητα του νερού εξαρτάται, επίσης, από τη θερμοκρασία, την αλατότητα (παρουσία ανιόντων θείου, χλωρίου κ.ά., μεταλλικών κατιόντων ασβεστίου, μαγνησίου κ.ά.), τις συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα και του οξυγόνου, καθώς και από τη μεταβολική δραστηριότητα των υδρόβιων οργανισμών (φωτοσύνθεση, αναπνοή) και την αποσύνθεση των οργανικών ουσιών. Η οξύτητα του νερού παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των υδρόβιων οργανισμών, καθώς επηρεάζει την περιεκτικότητα του νερού σε ιχνοστοιχεία. Αλλαγές στην οξύτητα του νερού μπορούν να αυξήσουν τη διάβρωση του εδάφους από το νερό και, κατά συνέπεια, να εμπλουτίσουν το νερό σε συστατικά που ήταν εγκλωβισμένα στο έδαφος.

2.1.2.6. Η βιοποικιλότητα

Η βιοποικιλότητα των λιμναίων οικοσυστημάτων συνήθως αυξάνει με το μέγεθος του εμβαδού της λίμνης. Οι μεγάλες λίμνες προσελκύουν πολλούς ζωικούς οργανισμούς που μπορούν να βρουν τροφή και νερό στο περιβάλλον αυτό. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη βιοποικιλότητα είναι η θερμοκρασία, το pH και η διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών. Η ζωή στις λίμνες διαφοροποιείται ανάλογα με την απόσταση από την ακτή της λίμνης. Έτσι, έχουμε την παράκτια και την πελαγική ζώνη (εικόνα 45). Η παράκτια ζώνη είναι ρηχή και το φως φτάνει μέχρι το βυθό. Σ’ αυτήν τη ζώνη παρατηρείται μεγαλύτερη ποικιλία στη χλωρίδα της λίμνης διότι ευνοείται η φωτοσυνθετική δραστηριότητα.

 

 
   

 

2.2. Τεχνητές λίμνες (ταμιευτήρες)

Οι τεχνητές λίμνες είναι ανθρωπογενή οικοσυστήματα και δημιουργούνται συνήθως με την κατασκευή φράγματος σε κάποιο σημείο ενός ποταμού, ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη διαχείριση του νερού για την άρδευση καλλιεργούμενων περιοχών και για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Οι τεχνητές λίμνες παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά των φυσικών λιμνών. Αποτελούν οικοσυστήματα με πλούσια βιοποικιλότητα, τα οποία πρέπει να προστατεύονται από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες που μπορεί να υποβαθμίσουν το περιβάλλον.


2.3. Οι λίμνες της Ελλάδας

Η μεγαλύτερη λίμνη, μέρος της οποίας βρίσκεται στην Ελλάδα, είναι η μεγάλη Πρέσπα που έχει συνολικό μέγεθος 259.4 τετραγωνικά χλμ. Η λίμνη αυτή βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM), Αλβανίας και Ελλάδας και υπολογίζεται ότι μια έκταση περίπου 40 τετραγωνικών χλμ. βρίσκεται εντός Ελληνικών συνόρων. Η μεγαλύτερη λίμνη που βρίσκεται εξ’ ολοκλήρου στην Ελλάδα είναι η Τριχωνίδα με επιφάνεια 98.6 τετραγωνικά χλμ. Η πιο γνωστή τεχνητή λίμνη είναι η Κερκίνη, η οποία, ενώ δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο είναι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους υγροτόπους της Ελλάδας. Οι μεγαλύτερες ελληνικές λίμνες παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.

 

Πίνακας 1: Οι μεγαλύτερες λίμνες της Ελλάδας

Ονομασία

Επιφάνεια (km2)

Απειλές – Μέτρα Προστασίας

Μεγάλη Πρέσπα

259,4

(ελληνικό τμήμα 39,4)

Κύριες απειλές: κυνήγι, όχληση πουλιών, εντατικοποίηση γεωργίας. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Τριχωνίδα

95,84

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, λήψη υπόγειων και επιφανειακών υδάτων. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Βόλβη

70,353

Κύριες απειλές: πτώση στάθμης νερού, ρύπανση από γεωργικά και βιομηχανικά λύματα. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Βεγορίτιδα

54,311

Κύρια απειλή: εντατική υδροληψία Τμήμα της περιοχής είναι υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Μικρή Πρέσπα

47,4

(ελληνικό τμήμα 42,5)

Κύριες απειλές: κυνήγι, όχληση πουλιών, εντατικοποίηση γεωργίας. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Βιστονίδα

45,03

Κύριες απειλές: αποξήρανση ανατολικού τμήματος, ρύπανση από γεωργικά, βιομηχανικά και αστικά λύματα, υπεράντληση υδάτων, κυνήγι. Τμήμα της περιοχής αποτελεί Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Κορώνεια

42,823

Κύριες απειλές: πτώση στάθμης νερού, ρύπανση από γεωργικά και βιομηχανικά λύματα. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Κερκίνη

(τεχνητή λίμνη)

37,688

Κύριες απειλές: τροποποίηση προχωμάτων για την ανύψωση του επίπεδου του νερού, παράνομη επέκταση καλλιεργειών, κατασκευή δρόμων, εναπόθεση απορριμμάτων, ψάρεμα. Τμήμα της αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Καστοριάς

28,655

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση γεωργίας, διάνοιξη δρόμων, ρύπανση από γεωργικά λύματα. Είναι Ειδική Περιοχή Διατήρησης και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) του δικτύου NATURA 2000.

Ιωαννίνων

19,47

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, οικοδομική δραστηριότητα.

Υλίκη

19,118

Κύριες απειλές: υπεράντληση υδάτων, ρύπανση από βιομηχανικά απόβλητα.

Δοϊράνης

15,35

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, υπεράντληση υδάτων, ρύπανση, κυνήγι. Τμήμα της αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Αμβρακία

14,477

Κύριες απειλές: αποξήρανση, υπερβολική άντληση υδάτων. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Λυσιμαχία

13,085

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, λήψη υπόγειων και επιφανειακών υδάτων. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Πετρών

12,294

Κύρια απειλή: εντατική υδροληψία. Τμήμα της περιοχής είναι υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Πηγές:http://geogr.eduportal.gr; http://www.ornithologiki.gr


3. Επιφανειακά ρέοντα ύδατα

3.1. Χαρακτηριστικά των οικοσυστημάτων ρεόντων υδάτων

Στα οικοσυστήματα επιφανειακών ρεόντων υδάτων περιλαμβάνονται τα ποτάμια, τα ρυάκια και οι χείμαρροι (οι οποίοι είναι εποχιακοί και το νερό τους προέρχεται αποκλειστικά από τις βροχές και το λιώσιμο του χιονιού). Τα παραπάνω σχηματίζουν το υδρογραφικό δίκτυο μιας περιοχής, η επιφάνεια του οποίου αποτελεί τη λεκάνη απορροής. Τα επιφανειακά ρέοντα ύδατα διακρίνονται με κριτήριο το πλάτος και τη ζώνη επιρροής τους σε:

  • Μικρά ρυάκια (συμπεριλαμβάνονται και τα αρδευτικά κανάλια) με πλάτος μέχρι 1 μέτρο και ζώνη επιρροής έως 2 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
  • Μεγάλα ρυάκια με πλάτος έως 3 μέτρα και ζώνη επιρροής έως 50 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
  • Μικρά ποτάμια με πλάτος έως 10 μέτρα και ζώνη επιρροής έως 300 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
  • Μεγάλα ποτάμια με πλάτος μεγαλύτερο από 10 μέτρα και ζώνη επιρροής μεγαλύτερη από 300 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Όταν αυξάνεται η ποσότητα των ρεόντων υδάτων εξαιτίας των βροχοπτώσεων, πλημμυρίζουν οι πεδιάδες κατάκλυσης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το πλάτος των ποταμών, των ρυακιών και των χειμάρρων. Αυτό είναι χαρακτηριστικό τόσο των ποταμών όσο και των μικρότερων και εφήμερων χειμάρρων και ρυακιών. Ωστόσο, οι ποταμοί έχουν νερό ακόμη και σε περιόδους με χαμηλή ή καθόλου βροχόπτωση, επειδή οι πηγές τους βρίσκονται στο υπέδαφος.

Η ταχύτητα ροής του νερού δεν είναι σταθερή σε όλο το πλάτος του ποταμού, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται δευτερεύοντα (ή πλευρικά) ρεύματα, τα οποία μπορεί να συγκλίνουν ή να αποκλίνουν από την κυρίως κοίτη του ποταμού. Η ταχύτητα ροής του νερού σε συνδυασμό με την κλίση του εδάφους, διαβρώνει τις όχθες των ποταμών και καθώς οι ποταμοί δεν ακολουθούν ευθύγραμμη διαδρομή, σχηματίζονται μαίανδροι. Τα ποτάμια καταλήγουν είτε σε λίμνες είτε στη θάλασσα σχηματίζοντας τις εκβολές των ποταμών. Στις περιοχές των εκβολών δημιουργούνται τα δέλτα των ποταμών.

Χαρακτηριστικά της ποιότητας των ρεόντων υδάτων είναι η θολερότητα, ο στροβιλισμός και η συγκέντρωση των διαλυμένων και αιωρούμενων συστατικών. Η θολερότητα επηρεάζει την ένταση του φωτός μέσα στο ποτάμι και εξαρτάται από την ταχύτητα ροής των υδάτων, τα εδαφικά χαρακτηριστικά και τη συγκέντρωση των αιρούμενων υλικών στο νερό. Παράγοντες που επηρεάζουν τη θολερότητα είναι οι πλημμύρες, η ποσότητα του αιωρούμενου οργανικού υλικού (detritus) και οι αυξημένες συγκεντρώσεις φυτοπλαγκτού (algalblooms) λόγω ευτροφισμού.

Ο στροβιλισμός των υδάτων εξαρτάται από την ταχύτητα ροής του νερού και επηρεάζει τη συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό. Όταν τα ύδατα παρουσιάζουν έντονο στροβιλισμό, αυξάνεται η ποσότητα του διαλυμένου οξυγόνου σε αυτά.

Η συγκέντρωση των διαλυμένων και αιωρούμενων συστατικών στα ρέοντα ύδατα εξαρτάται από τη γεωλογία της λεκάνης απορροής, το κλίμα, την τοπογραφία, το ποσοστό φυτοκάλυψης της περιοχής και την τροφοδοσία από τους υπόγειους υδροφορείς. Κατά τις περιόδους υψηλών βροχοπτώσεων, όπου η παροχή νερού είναι μεγαλύτερη, η συγκέντρωση των συστατικών αυξάνεται.

Οι ποταμοί αποτελούν ανοιχτά ετερότροφα συστήματα, καθώς λόγω της ροής των υδάτων η πρωτογενής παραγωγή (φωτοσύνθεση), η κατανάλωση και η αποικοδόμηση της ύλης γίνονται σε διαφορετικά σημεία του συστήματος. Τα οικοσυστήματα ρεόντων υδάτων συνδέονται άμεσα με τη λεκάνη απορροής τους, εφόσον το μεγαλύτερο ποσοστό οργανικού και ανόργανου υλικού στο ποτάμι δεσμεύεται στα χερσαία τμήματα της λεκάνης απορροής και εισέρχεται στο ποτάμι με τη ροή του νερού, αλλά και επειδή η ποσότητα υλικού που παράγεται εντός της υδάτινης μάζας καταναλώνεται σε επόμενα επίπεδα του ποταμού.

3.2. Δομή των οικοσυστημάτων των ποταμών - Ζώνωση των ποταμών

Οι ποταμοί χωρίζονται σε κατακόρυφες και οριζόντιες ζώνες. Σε κατακόρυφη διατομή διακρίνονται η βενθική ζώνη (κοίτη του ποταμού) και η υπορροϊκή ζώνη (κάτω από την κοίτη).

 

Εικόνα 46: Η ζωή στο ποτάμι

 

Πηγή: (http://watεrontheweb.org/)

 

Η οριζόντια ζώνωση γίνεται με κριτήριο τη θερμοκρασία και την ταχύτητα ροής των υδάτων, τα οποία μεταβάλλονται βαθμιαία καθώς αυξάνεται η απόσταση από τις πηγές του ποταμού. Έτσι, στην οριζόντια ζώνωση διακρίνονται: α) η ζώνη που περιλαμβάνει τις περιοχές των πηγών (κρήνον), β) η ζώνη που καλύπτει την ορεινή περιοχή με μεγάλη κλίση, και επομένως μεγάλη ταχύτητα νερού, όπου η θερμοκρασία του νερού δεν ξεπερνά τους 20°C (ρείθρον) και γ) η ζώνη που καλύπτει τις πεδινές περιοχές με θερμοκρασία άνω των 20°C και μικρότερη ταχύτητα ροής (πόταμον). Η θερμοκρασία και η ταχύτητα ροής του νερού καθορίζουν τις προσαρμογές των οργανισμών και τη βιοποικιλότητα. Έτσι, στις ζώνες όπου η ταχύτητα του νερού είναι μικρή, η βιοποικιλότητα είναι πλουσιότερη (εικόνα 46).

 Ένα διαφορετικό σύστημα διάκρισης των ποταμών σε ζώνες, που χρησιμοποιείται κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, περιλαμβάνει ως κριτήριο τα είδη των ψαριών που εμφανίζονται σε καθεμιά[2].

3.3. Οι ποταμοί της Ελλάδας

Πίνακας 2: Οι μεγαλύτεροι ποταμοί της Ελλάδας

Ονομασία

Μήκος Ροής (km)

Απειλές – Μέτρα Προστασίας

Έβρος

480

(ελληνικό τμήμα 204)

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, αποξηράνσεις, μείωση του υδροφόρου ορίζοντα. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Αξιός

380

(ελληνικό τμήμα 76)

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, αμμοληψίες, ρύπανση από αστικά και βιομηχανικά λύματα, κατασκευή φραγμάτων για άρδευση.

Στρυμόνας

360

(ελληνικό τμήμα 118)

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, αυξημένη τουριστική και βιομηχανική ανάπτυξη. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Αλιάκμονας

322

(Ελληνικό τμήμα 297)

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση κτηνοτροφίας, παράνομη δόμηση, ρύπανση από βιομηχανικά λύματα. Η περιοχή συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του δικτύου NATURA 2000.

Αώος

260

(ελληνικό τμήμα 70)

 

Νέστος

243

(ελληνικό τμήμα 130)

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση της γεωργίας, κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων, υπερβόσκηση, κυνήγι. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Αχελώος

220

Κύριες απειλές: κατασκευή φραγμάτων, αυξημένη διάβρωση εδάφους από την κατασκευή δρόμων, υλοτομία, κυνήγι, σχέδια για εκτροπή του ποταμού. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Πηνειός

205

Κύριες απειλές: μη ελεγχόμενη κατασκευή κατοικιών, αποξήρανση και μπάζωμα του υγροτόπου.

Καλαμάς

115

Κύριες απειλές: γεωργικά λύματα, αποξηράνσεις, λατομεία, υπερβόσκηση, κυνήγι. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

 

 

Πίνακας 2 (συνέχεια): Οι μεγαλύτεροι ποταμοί της Ελλάδας

Ονομασία

Μήκος Ροής (km)

Απειλές – Μέτρα Προστασίας

Άραχθος

110

 

Αλφειός

110

 

Ενιπέας

84

 

Ευρώτας

82

Κύριες απειλές: επέκταση γεωργίας, τουριστική ανάπτυξη. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Ασωπός

80

 

Λούρος

80

 

Σπερχειός

80

Κύριες απειλές: επέκταση γεωργίας, αποξηράνσεις, αποψιλώσεις εξαιτίας προγράμματος ελέγχου των πλημμύρων. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Μέγδοβας

78

 

Γαλλικός

70

Κύριες απειλές: απόρριψη σκουπιδιών βιομηχανικά λύματα.

Λάδωνας

70

 

Μόρνος

70

 

Πηνειός Πελοποννήσου

70

 

Πάμισος Θεσσαλίας

60

 

Λουδίας

60

Κύριες απειλές: εντατικοποίηση κτηνοτροφίας, παράνομη δόμηση, ρύπανση από βιομηχανικά λύματα. Η περιοχή συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του δικτύου NATURA 2000.

Αχέροντας

52

Κύριες απειλές: αποξηράνσεις, επέκταση γεωργίας, κυνήγι. Υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Αγγίτης

50

 

Πάμισος Πελοποννήσου

48

 

Εύηνος

40

Κύριες απειλές: εντατική γεωργία, αποξηράνσεις, εκτροπή του ποταμού. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Ασωπός Πελοποννήσου

40

 

Γεροποταμός

32

Κύριες απειλές: τουρισμός, οικιστική ανάπτυξη, κυνήγι. Τμήμα της περιοχής αποτελεί υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.

Πηγές:http://geogr.eduportal.gr; http://www.ornithologiki.gr

 

4.   Επιφανειακά ύδατα: Βιοποικιλότητα

Η βιοποικιλότητα των εσωτερικών υδάτων της χώρας μας είναι ιδιαιτέρως πλούσια, καθώς υπάρχουν πολλά ενδημικά είδη που απαντώνται μόνο στην Ελλάδα, ενώ εκτιμάται ότι ένας σημαντικός αριθμός ειδών δεν έχει ακόμα καταγραφεί, επειδή τα οικοσυστήματα αυτά δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς. Η πανίδα των επιφανειακών υδάτων περιλαμβάνει βενθικούς οργανισμούς, ψαμμόν, φυτο- και ζωοπλαγκτόν, ψάρια, χελώνες και θηλαστικά. Στα ποτάμια και κυρίως στις περιοχές με μεγάλη ροή η χαρακτηριστική υδρόβια βλάστηση είναι το περίφυτο, που περιλαμβάνει προσκολλημένα διάτομα, χλωροφύκη, κυανοβακτήρια, ροδοφύκη, χρυσοφύκη, κ.λπ.

4.1. Φυτικοί οργανισμοί

Στην παράκτια περιοχή των λιμνών (βάθος 2-4 μέτρα) η χαρακτηριστική βλάστηση αποτελείται από είδη με επιπλέοντα φύλλα που ευνοούν τη φωτοσύνθεση, όπως είναι τα νούφαρα (Nymphaeaalba, Numharlutea). Χαρακτηριστικούς λειμώνες στα έλη σχηματίζουν τα βούρλα (Juncusacutus). Άλλα υδρόβια φυτά που συναντώνται σε λίμνες και έλη της Ελλάδας είναι το αγριοκάλαμο (Phragmitesaustralis), ο σκίρπος (Scirpusmucronatus), το ψαθί (Typhalatipholia, Typhaangustifolia) και το μυριόφυλλο (Myriophyllum). Η άγρια μορφή του παρθενικού κρίνου (Liliumcandidum), το νερόκρινο (Irispseudacorus) και το λευκόιο (Leucojumaestivum),ένα βολβώδες φυτό που φυτρώνει σε υγρά και λασπώδη εδάφη κοντά σε έλη, είναι μόνο μερικά από τα ενδημικά είδη των υγροτόπων της Ελλάδας, τα οποία σήμερα βρίσκονται σε λίγες μόνο τοποθεσίες και θεωρούνται απειλούμενα εξαιτίας των αποξηράνσεων και της μετατροπής των υγρολίβαδων σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

Στα μεγάλα ποτάμια με γρήγορη ροή πιο συχνά συναντάμε μικρά είδη φυτών, όπως τα βρύα, που φύονται πάνω στις πέτρες και δεν επηρεάζονται από τη ροή του νερού. Τα μεγάλα σε μέγεθος φυτά δεν μπορούν να στερεωθούν καλά στις πέτρες ή το χώμα και παρασύρονται από τη γρήγορη ροή του νερού. Σε σημεία περιορισμένης ροής, όπως, για παράδειγμα, στις όχθες των ποταμών, στις λίμνες και στα έλη, αναπτύσσονται καλαμιώνες και παρόχθια δάση (παραποτάμια ή αζωνικά δάση).

Τα παρόχθια δάση σχηματίζονται σε έδαφος που είναι κορεσμένο σε νερό, επομένως τα είδη δέντρων που φύονται εκεί προσαρμόζονται σε συνθήκες έλλειψης οξυγόνου. Τα παρόχθια δάση είναι από τα πιο παραγωγικά οικοσυστήματα, αν και φύονται πάνω σε φτωχά αμμώδη εδάφη, επειδή προσλαμβάνουν θρεπτικά συστατικά από την ιλύ (λάσπη) που εναποτίθεται στο έδαφος με το νερό και επειδή ανακυκλώνουν γρήγορα τα φύλλα και τα κλαδιά τους που πέφτουν στο έδαφος. Τα είδη που συναντάμε στα παρόχθια δάση είναι ιτιές, λεύκες, σκλήθρα, πλατάνια, οξύφυλλη φράξος, η ποδισκοφόρος δρυς, διάφορα είδη φτελιάς, αγριοκερασιάς, καρυδιάς, καθώς και διάφορα αναρριχητικά είδη, όπως ο κισσός, ο λυκίσκος, το αγιόκλημα, η περικοκλάδα κ.λπ. Πολλά είδη θηλαστικών (κουνάβι, σκίουρος, νυφίτσα, ασβός, σκαντζόχοιρος, αγριογούρουνο, τσακάλι, λύκος, ποντικός και νυχτερίδα), ερπετών, αμφιβίων, πουλιών (φασιανός, δρυοκολάπτης, θαλασσαετός) και εντόμων βρίσκουν καταφύγιο στα παρόχθια δάση. Στην Ελλάδα παραποτάμια δάση υπάρχουν στο Φράξο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Κοντζά Ορμάν στις εκβολές του Νέστου. Σημαντικό θεωρείται επίσης το δάσος στο δέλτα του Δούναβη. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα δάση αυτά προκαλείται από τη διευθέτηση της κοίτης των ποταμών και την κατασκευή φραγμάτων που εμποδίζουν τη μεταφορά ιλύος, τις εκχερσώσεις, την υπερβόσκηση και τη ρύπανση των επιφανειακών νερών.


4.2. Ζωικοί οργανισμοί

4.2.1. Ασπόνδυλα

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν διάφορα έντομα, σκουλήκια και μαλάκια. Τα πιο χαρακτηριστικά είδη των ελληνικών επιφανειακών υδάτων είναι: α) τα υδρόβια σαλιγκάρια, β) τα δίθυρα μαλάκια, γ) τα υδρόβια σκαθάρια, δ) οι λιβελλούλες και ε) τα κουνούπια. Το 90% των ασπόνδυλων στα ρέοντα ύδατα είναι έντομα, τα οποία έχουν μεγάλη προσαρμοστικότητα στις συνθήκες του περιβάλλοντος αυτού. Οι ασπόνδυλοι οργανισμοί των ρεόντων υδάτων έχουν αναπτύξει ειδικές προσαρμογές έναντι στην αυξημένη ταχύτητα ροής του νερού, όπως είναι η αεροδυναμική κατασκευή του σώματός τους (π.χ. στις νύμφες), τα δυνατά μέλη και τα εξαρτήματα προσκόλλησης στους βράχους ή στο υπόστρωμα (π.χ. δυνατά νύχια, άγκιστρα), οι μυζητήρες (π.χ. στις βδέλλες), τα νήματα μεταξιού και άλλου είδους κολλητικές εκκρίσεις με τις οποίες στερεώνονται στο υπόστρωμα. Τα υδρόβια ασπόνδυλα αποτελούν τροφή για τα αμφίβια, τα πουλιά και τα ψάρια.

4.2.2. Ψάρια

Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 126 είδη ψαριών του γλυκού νερού. Από τα είδη αυτά, τα 19 έχουν εισαχθεί στη χώρα και τα 81 είναι αυτόχθονα είδη που ζουν αποκλειστικά σε γλυκά νερά. Το 63% περίπου των αυτόχθονων ειδών είναι ενδημικά είδη της Ελλάδας, αν και μερικά από αυτά απαντώνται επίσης στο νοτιότερο τμήμα γειτονικών Βαλκανικών χωρών. Από τα ενδημικά αυτά είδη το πιο γνωστό είναι ο νανογοβιός, ένα ψάρι που ζει στην Τριχωνίδα και ονομάστηκε έτσι, επειδή είναι το μικρότερο ψάρι της Ευρώπης.Άλλο ενδημικό είδος είναι η λιπαριά (Alosamacedonica) που υπάρχει μόνο στη Βόλβη. Τα πιο γνωστά ψάρια των Ελληνικών υγροτόπων είναι: το αλευρίκι (Stizostedion lucioperca), το ασπρογρίβαδο ή κυνηγός (Aspiusaspius), ο βάρβος (Βarbousbarbous), το γιλάρι ή σύρτι (Chondrostoma nasus), το γλήνι (Tinca tinca), ο γουλιανός (Silurus glanis), ο κέφαλος (Leuciscus cephalus), ο κυπρίνος ή γριβάδι (Cyprinus carpio), το λαβράκι (Dicentrarchus labrax), τομικρόσιρκο (Leucaspiusdelineatus), η πέστροφα (Salmotrutta), η πεταλούδα (Carassiusauratusgibelio), η πλατάνα ή λεστιά (Abramisbrama), η τούρνα (Esoxlucius), τοτσιρώνι (Rutilus rutilus) και το χέλι (Anguilla anguilla).

Σύμφωνα με τη «Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης» (I.U.C.N.), 34 από τα ψάρια των ελληνικών υγροτόπων κατασσόνται στην κόκκινη λίστα με βαθμό επικινδυνότητας από «κρισίμως απειλούμενα» (critically endangered) μέχρι «τρωτά» (vulnerable). Ένα από τα «κρισίμως απειλούμενα» είναι το πετρόψαρο (Barbus euboicus), ενώ η πέστροφα (Salmo peristericus) και η τσίμα (Pseudophoxinus prespensis) κατατάσσονται στα «απειλούμενα» και απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για την προστασία τους. Στην κατηγορία «τρωτά» ανήκουν η βρυγοβελονίτσα (Cobitis meridionalis), το τσιρόνι (Alburnus belvica) και η μπράνα (Barbus prespensis).

Τα ψάρια των ρεόντων επιφανειακών υδάτων έχουν αναπτύξει προσαρμογές για να αντιμετωπίσουν την έντονη ροή των υδάτων, ώστε να μπορούν να κινούνται στο νερό και να εναποθέτουν με ασφάλεια τα αυγά τους. Τέτοιες προσαρμογές είναι το υδροδυναμικό σχήμα του σώματός τους, το πεπλατυσμένο σώμα στα ψάρια του βυθού (κυπρινοειδές Gobio) και τα εξαρτήματα προσκόλλησης (π.χ. βεντούζες) στο μπροστινό τους χείλος (π.χ. γκαβόχελο, βδέλλα). Ορισμένα είδη, όπως ο σολομός και το χέλι που μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα ποτάμια κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους, μπορούν να κολυμπούν αντίθετα προς την κατεύθυνση της ροής του νερού.

4.2.3. Αμφίβια

Τα πιο κοινά αμφίβια των ελληνικών επιφανειακών υδάτων είναι οι σαλαμάνδρες, όπως η κοινή σαλαμάνδρα (Salamandrasalamandra) και οχτενοτρίτωνας (Trituruscristatus) και οι βάτραχοι, όπως ο κοινός φρύνος (Bufobufo), ο δενδροβάτραχος (Hylaarborea), ο ελληνοβάτραχος (Ranagraeca) και ο πρασινοβάτραχος (Ranaridibundabalcanica).

4.2.4. Ερπετά

Αντιπροσωπευτικά είδη ερπετών που ζουν στα υγροτοπικά οικοσυστήματα των επιφανειακών υδάτων είναι η βαλτοχελώνα (Emysorbicularis), η τρανόσαυρα (Lacertatrilineata), η πρασινόσαυρα (Lacertaviridis), τοσιλιβούτι ή καστανόσαυρα (Podarciserhardii), ο τυφλίτηςή φιδόσαυρα (Ophisaurusapodus) και διάφορα φίδια του νερού, όπως ο πρασινολαφιάτης ή γιατρόφιδο (Elaphelongissima), το νερόφιδο (Natrixnatrix) και η δεντρογαλιά ή σαπίτης (Malpolonmonspessulanus).

4.2.5. Πουλιά

Στην Ελλάδα έχουν παρατηρηθεί πάνω από 400 είδη πουλιών και τα περισσότερα από αυτά συναντώνται σε παράκτιους ή σε εσωτερικούς υγρότοπους. Κάποια από τα πουλιά αυτά ζουν στη χώρα μας, ενώ άλλα είναι μεταναστευτικά και περνούν από τους ελληνικούς υγρότοπους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από το βορρά προς στο νότο και αντίστροφα. Οι υγρότοποι είναι πολύ σημαντικές περιοχές για την αναπαραγωγή και τη διαχείμαση των υδρόβιων και αρπακτικών πουλιών. Στον Πίνακα 3 παρατίθενται τα πιο σημαντικά πουλιά των ελληνικών υγρότοπων.

Σύμφωνα με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 123 είδη πουλιών της Ελλάδας κατατάσσονται στην κατηγορία των σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Από αυτά, τα πιο σημαντικά υγροτοπικά είδη είναι:

  • Η κοκκινόχηνα (Brantaruficollis): μία από τις μικρότερες σε μέγεθος αγριόχηνες του κόσμου. Εχει μήκος σώματος 53-56 εκ. Ζει σε χαμηλούς χωματόλοφους, συνήθως σε πρανή ποταμών ή λιμνών.
  • Η λεπτομύτα (Numeniustenuirostris): είναι ένα μεσαίου μεγέθους παρυδάτιο, ένα από τα 6 είδη πουλιών του ίδιου γένους που υπάρχουν στον πλανήτη μας σήμερα. Οι τελευταίες φωλιές λεπτομύτας ανακαλύφθηκαν το 1924 στη ΝΔ Σιβηρία, αλλά παρολαυτά μεμονωμένα άτομα συνεχίζουν να καταγράφονται ακόμα. Η πρώτη καταγραφή της στην Ελλάδα έγινε στην Κέρκυρα στα 1857. Έκτοτε, έχουν καταχωρηθεί 112 καταγραφές (αν και λίγες από αυτές αναφέρονται στο ίδιο ή στα ίδια πουλιά), αριθμός που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, ιδιαίτερα τα πολύ πρόσφατα χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1978 είχε καταγραφεί ένα κοπάδι των 150 πουλιών, αλλά πιστεύεται ότι τόσο μεγάλες συγκεντρώσεις δεν θα ξαναεμφανιστούν μιας και οι πιο πρόσφατες παρατηρήσεις των ορνιθολόγων δεν ξεπερνούν τα 5 άτομα. Οι πιο πολλές καταγραφές λεπτομύτας προέρχονται από το Δέλτα Έβρου, το Πόρτο Λάγος και το Δέλτα του Αξιού.
  • Το κεφαλούδι (Οxyura leucocephala): είναι πλέον ένα από τα σπανιότερα είδη πουλιών στον κόσμο, με παγκόσμιο πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 15.000 άτομα. Τα κεφαλούδια αναπαράγονται σε εποχιακά μικρά ρηχά έλη γλυκού ή υφάλμυρου νερού, τα οποία όμως συνδέονται με μεγαλύτερα υγροτοπικά οικοσυστήματα.
  • Ο αργυροπελεκάνος (Pelecanuscrispus): είναι το μεγαλύτερο από τα δύο είδη ευρωπαϊκών πελεκάνων. Έχει αργυρόλευκο πτέρωμα με σκουρότερο το πάνω μέρος των φτερούγων του. Αποτελεί ένα παγκόσμια απειλούμενο είδος. Στην Ελλάδα οι αργυροπελεκάνοι φωλιάζουν σε λίμνες και σε παράκτιους υγρότοπους με ρηχές λιμνοθάλασσες, κυρίως στις Πρέσπες και λιγότερο στον Αμβρακικό. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που τους απειλούν είναι η καταστροφή των βιοτόπων τους (π.χ. αποξηράνσεις) και το κυνήγι. Οι αργυροπελεκάνοι παλιότερα ήταν άφθονοι σε όλη σχεδόν τη χώρα, όμως επικηρύχθηκαν από την πολιτεία ως ιδιαίτερα επιβλαβή θηράματα και τελικά αποδεκατίστηκαν.

 

Πίνακας 3: Τα σημαντικότερα είδη πουλιών των ελληνικών υγροτόπων

Κοινό όνομα

Είδος

Παρουσία στον υγρότοπο κατά την:

Κεφαλούδι

Oxyura leucocephala

διαχείμαση

Νανόχηνα

Anser erythropus

μετανάστευση

Σταχτόχηνα

Anser anser

διαχείμαση

Γκισάρι

Aythya ferina

διαχείμαση

Αβοκέτα

Recurvirostra avosetta

μετανάστευση

Μουστακογλάρονο

Chlidonias hybridus

αναπαραγωγή

Μαυρογλάρονο

Chlidonias niger

αναπαραγωγή

Σαϊνι

Accipiter brevipes

αναπαραγωγή

Στικταετός

Aquila clanga

διαχείμαση

Λαγγόνα

Phalacrocorax pygmeus

διαχείμαση

Κορμοράνος

Phalacrocorax carbo

διαχείμαση

Λευκοτσικνιάς

Egretta garzetta

αναπαραγωγή

Αργυροτσικνιάς

Casmerodius albus

διαχείμαση

Κρυπτοτσικνιάς

Ardeola ralloides

αναπαραγωγή

Νυχτοκόρακας

Nycticorax nycticorax

αναπαραγωγή

Χαλκόκοτα

Plegadis falcinellus

μετανάστευση

Χουλιαρομύτα

Platalea leucorodia

επιδημητικό

Ροδοπελεκάνος

Pelecanus onocrotalus

μετανάστευση

Αργυροπελεκάνος

Pelecanus crispus

διαχείμαση

Πελαργός

Ciconia ciconia

αναπαραγωγή

Πηγή:http://www.ornithologiki.gr

4.2.6. Θηλαστικά

Τα πιο γνωστά θηλαστικά που απαντώνται στους ελληνικούς υγρότοπους είναι η πολύ σπάνια βίδρα (Lutralutra), ο μυοκάστορας (Myocastorcoypus) ο λαγόγυρος (Citelluscitellus), το τσακάλι (Canisaureus), ο νεροβούβαλος (Bubalusbubalis) και ο λύκος (Canislupus). Τα θηλαστικά αυτά βρίσκουν τροφή και καταφύγιο στους υγρότοπους κατά τις ξηρές και ζεστές μέρες της θερινής περιόδου. Η βίδρα είναι από τα πιο επιλεκτικά ζώα, γι’ αυτό και η παρουσία της σε έναν υγρότοπο μαρτυρά την καλή κατάσταση του οικοσυστήματος.

5.   Υπόγεια ύδατα

Οι λεκάνες απορροής (ή αποστράγγισης) των επιφανειακών υδάτων συνοδεύονται από ένα δίκτυο υπόγειων νερών, το οποίο, όμως, δεν ακολουθεί πάντα την ίδια πορεία με τα επιφανειακά ύδατα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα υπόγεια ύδατα συχνά να υπάγονται σε διαφορετική λεκάνη απορροής από τα επιφανειακά. Παρόλα αυτά, τα υπόγεια νερά δεν μπορούν να διαχωριστούν από τα επιφανειακά νερά, επειδή επηρεάζουν και επηρεάζονται τόσο από την ποιότητα όσο και από την ποσότητα αυτών.

Τα υπόγεια ύδατα είναι τα αποθέματα γλυκού νερού που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, συνήθως στη στεριά, αλλά και κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, κοντά στις ακτές. Σε αρκετά σπήλαια συναντούμε εκτεταμένα υπόγεια ποτάμια και λίμνες (π.χ. σπήλαιο Δηρού, σπήλαιο των Λιμνών). Τα υπόγεια νερά συνήθως καταλαμβάνουν τον κενό χώρο μεταξύ των πετρωμάτων. Η υπόγεια περιοχή στην οποία συγκρατείται το νερό ονομάζεται υδροφορέας. Το νερό φτάνει στους υδροφορείς μέσα από πορώδη, κυρίως αμμώδη, εδάφη. Μεταξύ των μικρών σωματιδίων που συνθέτουν τα πορώδη εδάφη υπάρχουν κενά τα οποία επιτρέπουν την αποστράγγιση του νερού. Αντίθετα, τα αργιλώδη εδάφη είναι μη διαπερατά, οπότε σταματούν τη διέλευση του νερού. Επομένως, για να δημιουργηθεί ένας υδροφορέας θα πρέπει η επιφάνεια του εδάφους να καλύπτεται από αμμώδη πετρώματα και κάτω από αυτά να υπάρχουν αργιλώδη πετρώματα.

Υπάρχουν τρία είδη υπόγειων υδροφορέων: οι ελεύθεροι, οι αρτεσιανοί και ο ενδιάμεσος τύπος των ημι-αρτεσιανών. Οι ελεύθεροι ή φρεατικοί υδροφορείς συνήθως βρίσκονται πιο κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, εκεί όπου δεν υπάρχει κάποιο στρώμα πετρωμάτων που να περιορίζει την άμεση επαφή του υπόγειου νερού με την επιφάνεια του εδάφους. Έτσι, οι υδροφορείς αυτοί δέχονται νερό κατευθείαν από την επιφάνεια του εδάφους είτε μέσω της βροχής είτε μέσω κάποιου ποταμού ή λίμνης. Αντίθετα, οι αρτεσιανοί υδροφορείς έχουν στο πάνω μέρος τους ένα περιοριστικό στρώμα πετρωμάτων και συχνά βρίσκονται κάτω από έναν ελεύθερο υδροφορέα (εικόνα 47).

 

Εικόνα 47: Υπόγειοι υδροφορείς (WIkipediaFreeware)

 

 

Ο εμπλουτισμός των υδροφορέων μπορεί να επιτευχθεί φυσικά (με τη βροχή και τα επιφανειακά ύδατα) ή τεχνητά. Το νερό μπορεί να παραμείνει στους υπόγειους υδροφορείς για πάρα πολλά χρόνια μέχρι και χιλιετίες, πριν βγει στην επιφάνεια, για αυτό και οι υδροφορείς χαρακτηρίζονται ως ταμιευτήρες μεγάλης διάρκειας. Αντίθετα, τα επιφανειακά ύδατα αποτελούν αποθέματα νερού μικρής διάρκειας. Το νερό των υπόγειων υδροφορέων βγαίνει στην επιφάνεια του εδάφους μέσω φυσικών πηγών ή γεωτρήσεων. Τέτοιες φυσικές πηγές μπορούν να σχηματίσουν υγρότοπους (λίμνες, ποτάμια, έλη) ή ακόμα και οάσεις στην έρημο. Ο ρυθμός εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφορέων καθορίζει τη διαχείριση των υπόγειων υδάτων, καθώς η υπεράντληση νερού μπορεί να προκαλέσει εξάντληση του νερού του υδροφορέα.

6.   Η σημασία των εσωτερικών υδάτων

Τα εσωτερικά ύδατα λειτουργούν ως αποθήκες νερού και συμμετέχουν στον κύκλο του νερού. Ο υδρολογικός κύκλος ή κύκλος του νερού περιλαμβάνει τη συνεχή μεταφορά νερού από την ατμόσφαιρα στην ξηρά και στις υδάτινες μάζες της γης και την επιστροφή του στην ατμόσφαιρα μέσω της εξάτμισης (εικόνα 48). Στα επιφανειακά ύδατα αποταμιεύεται το νερό, ένα ποσοστό του οποίου φιλτράρεται από το έδαφος και καταλήγει στον υπόγειο ορίζοντα. Με το φιλτράρισμα αυτό συγκρατούνται πολλά θρεπτικά συστατικά και ρυπογόνες ουσίες, με αποτέλεσμα τα νερά που φτάνουν στους υδροφορείς να είναι συχνά πιο καθαρά από τα επιφανειακά.

 

Εικόνα 48: Ο κύκλος του νερού

 

Πηγή: (http://kpe-kastor.kas.sch.gr/the_lake/water.htm/water_cycle.htm)

 

 

Μια ακόμα σημαντική λειτουργία των εσωτερικών υδάτων είναι η αντιπλημμυρική τους δράση. Οι πεδιάδες κατάκλυσης των ποταμών και των λιμνών μπορούν να λειτουργήσουν ως μεγάλα “σφουγγάρια” που αποθηκεύουν προσωρινά νερό και το απελευθερώνουν σταδιακά στους υπόγειους υδροφορείς και τις χαμηλότερες περιοχές. Οι παραπόταμοι συγκρατούν το νερό, με αποτέλεσμα να ελαττώνουν την ταχύτητα με την οποία αυτό φτάνει στην κυρίως κοίτη του ποταμού. Αυτό έχει ως συνέπεια τη μείωση του μέγιστου όγκου μιας πλημμυρικής απορροής.

Τα ποτάμια μεταφέρουν ιζηματογενές υλικό από τις πηγές τους στις εκβολές, και με τον τρόπο αυτό αναπληρώνουν το υλικό που χάνεται από τις ακτές λόγω διάβρωσης. Επίσης, τα νερά των ποταμών περιέχουν θρεπτικά συστατικά που μεταφέρονται στα παράκτια οικοσυστήματα και τα καθιστούν ιδιαίτερα εύφορες περιοχές. Η σημασία των ποταμών ως μεταφορείς ιζημάτων μπορεί να γίνει πιο κατανοητή, εάν αναλογιστούμε ότι με την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν μειώθηκαν οι φερτές ύλες στο Δέλτα του Νείλου κατά 95%, με αποτέλεσμα η διάβρωση από τη θάλασσα να φτάνει τα 100 μ. το χρόνο. Όμως, η υπερβολική συγκέντρωση υλικών στις εκβολές μπορεί να προκαλέσει σταδιακή πλήρωση των ανοιχτών εκτάσεων νερού. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο αισθητό στις τεχνητές λίμνες όπου με τα χρόνια παρατηρείται σταδιακή συρρίκνωση του ωφέλιμου όγκου τους. Παρομοίως, η υπερβολική περιεκτικότητα του νερού σε θρεπτικά συστατικά μπορεί να προκαλέσει ευτροφισμό τόσο στα εσωτερικά όσο και στα παράκτια ύδατα. Η παρουσία υδρόβιας βλάστησης βοηθάει στη συγκράτηση της περίσσειας φερτών υλικών και θρεπτικών συστατικών ρυθμίζοντας τις ποσότητες που καταλήγουν στις λίμνες και τη θάλασσα.

Κάποια υγροτοπικά περιβάλλοντα, όπως είναι οι τυρφώδεις εκτάσεις, λειτουργούν και ως ρυθμιστές του κλίματος. Στις εκτάσεις αυτές η αποικοδόμηση οργανικού υλικού είναι μειωμένη λόγω του κορεσμένου εδάφους και της απουσίας οξυγόνου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απελευθερώνεται λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η καταστροφή των εκτάσεων αυτών συνεπάγεται την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και την επιπλέον επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Οι εκτάσεις αυτές καταστρέφονται από την αποξήρανση των ελών, την υπερβόσκηση, τις πυρκαγιές και κυρίως από την εξόρυξη του ίδιου του ορυκτού υλικού (τύρφη) ως καύσιμο. Τυρφώδεις εκτάσεις στην Ελλάδα συναντάμε στην Καβάλα, στην Κωπαΐδα, στα Ιωάννινα και στην Κατερίνη.

7.    Χρήσεις των εσωτερικών υδάτων, προβλήματα και τρόποι αντιμετώπισης

7.1. Κατανάλωση υδατικών πόρων

Παρόλο που η Γη ονομάζεται γαλάζιος πλανήτης, το 97,5% του νερού έχει πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα, με αποτέλεσμα να μην είναι κατάλληλο για χρήση από τον άνθρωπο. Από το υπόλοιπο 2,5%, μεγάλο ποσοστό (περίπου 80%) σχηματίζει τα παγόβουνα της Αργεντινής και τις Γροιλανδίας, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του κλίματος της Γης. Από το υπόλοιπο 20%, μόνο το 1% ανήκει στα επιφανειακά ύδατα, ενώ το περισσότερο βρίσκεται στους υπόγειους υδροφορείς.

Από το νερό που καταναλώνει ο άνθρωπος παγκοσμίως, το 65% χρησιμοποιείται στη γεωργία, το 25% στη βιομηχανία και μόλις το 10% στην οικιακή κατανάλωση. Όσον αφορά στην οικιακή κατανάλωση του νερού, το 30% χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή, το 30% για πλυντήρια και πλυντήρια πιάτων, το 35% στο καζανάκι της τουαλέτας και μόνο το 5% για πόση και μαγείρεμα. Στο δυτικό κόσμο (Ευρώπη, Αμερική) για τις οικιακές χρήσεις καταναλώνονται περίπου 150 λίτρα νερού κατά άτομο, καθημερινά.

7.1.1. Γεωργία

Στην Ελλάδα περίπου το 84% του νερού καταναλώνεται στη γεωργία. Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα σήμερα διαθέτει εκτεταμένα αρδευτικά δίκτυα σε συνολική έκταση αναλογικά μεγαλύτερη από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Τα δίκτυα αυτά αφορούν κυρίως σε άρδευση από επιφανειακά νερά, παράλληλα, όμως, λειτουργεί σημαντικός αριθμός νόμιμων, αλλά και παράνομων γεωτρήσεων για ιδιωτική άρδευση, τα οποία πηγάζουν από τους υπόγειους υδροφορείς. Ωστόσο, οι υδατικοί πόροι είναι πεπερασμένοι, με αποτέλεσμα να υπόκεινται σε ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση λόγω της αυξανόμενης χρήσης τους, ιδιαίτερα σε περιόδους μακράς ξηρασίας.Η σταδιακή μείωση της στάθμης του νερού των υδροφορέων συχνά επιφέρει εισροή νερού από τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αλατότητα του νερού και να είναι ακατάλληλο για χρήση. Το πρόβλημα της λειψυδρίας επιβαρύνεται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η αύξηση της θερμοκρασίας της γης αυξάνει το ρυθμό εξάτμισης του νερού από τις λίμνες, με αποτέλεσμα να μην αντισταθμίζεται από το ρυθμό εισροής νερού από τα ποτάμια.

Στην Ελλάδα, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λειψυδρίας και η υποβάθμιση του νερού, πραγματοποιούνται εγγειοβελτιωτικά έργα (π.χ. φράγματα, εκτροπές ποταμών). Τέτοια έργα γίνονται από την αρχαιότητα (Μινωική Εποχή, Πεισιστράτειο και Αδριάνειο Υδραγωγείο). Ωστόσο, τα μεγάλα αυτά έργα έχουν συνήθως αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το φράγμα είναι ένα τεχνικό έργο που κατασκευάζεται κάθετα στην κοίτη ενός φυσικού ρεύματος (ποταμού) για την αποκοπή της ροής, με σκοπό την αποθήκευση, παροχέτευση ή ανάσχεση της πλημμυρικής παροχής του ρεύματος. Η κατασκευή ενός φράγματος μελετάται ανάλογα με το σκοπό που πρόκειται να εξυπηρετήσει (άρδευση, παραγωγή ενέργειας κ.ά.) και επιλέγεται ο τύπος και οι απαιτούμενες διαστάσεις του. Τα φράγματα είναι έργα ιδιόμορφα και δεν είναι δυνατό να τυποποιηθούν. Κάθε φράγμα έχει τη δική του λειτουργικότητα, τους δικούς του φυσικούς παράγοντες και το δικό του φυσικό περιβάλλον. Στην Ελλάδα, φράγματα υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα μεγάλα ποτάμια. Η κατασκευή ενός φράγματος περιορίζει τις ποσότητες νερού και θρεπτικών συστατικών που φτάνουν στα χαμηλότερα επίπεδα, στις καλλιέργειες και στη θάλασσα. Επιπλέον, περιορίζεται η μεταφορά φερτής ύλης που αναπληρώνει τις ποσότητες που χάνονται από τη διάβρωση των παράκτιων περιοχών. Πολύ σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις στους οργανισμούς, καθώς είδη ψαριών, όπως ο σολομός που αφήνει τα αυγά του κοντά στις πηγές των ποταμών, τα χέλια που, ενώ ζουν στις λίμνες και τα ποτάμια, αφήνουν τα αυγά τους στο θαλάσσιο περιβάλλον, ή κάποια υδρόβια θηλαστικά, όπως είναι η βίδρα, δεν μπορούν μετά τη δημιουργία φραγμάτων να ταξιδέψουν μέσα στο ποτάμι. Για να διευκολύνεται η διέλευση των ψαριών και των θηλαστικών, κατασκευάζονται στα φράγματα ειδικά πορτάκια.

Παρόμοια προβλήματα επιφέρουν και οι εκτροπές ποταμών, γι’ αυτό και πολλές περιβαλ­λοντικές οργανώσεις (Μεσόγειος SOS, Greenpeace, WWF) και ευρωπαϊκοί φορείς διαμαρτύ­ρονται για την εκτροπή του Αχελώου. Σύμφωνα με τη WWF, το έργο αυτό θεωρείται ως παρά­δει­γμα προς αποφυγή, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρνηθεί τη χρηματοδότησή του, επειδή θεωρεί ότι το έργο αυτό εναντιώνεται στις περιβαλλοντικές οδηγίες που έχουν υπογράψει τα κράτη μέλη. Μέχρι το 2005 ο Άρειος Πάγος είχε κρίνει το έργο παράνομο, μια απόφαση που αναιρέθηκε το 2006, όταν το έργο θεωρήθηκε εθνικής σημασίας. Σύμφωνα με τη WWF, το έργο αυτό θα προσφέρει μεν προσωρινή λύση στο πρόβλημα της λειψυδρίας, αλλά θα επιφέρει μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές μεταβολές σε περιοχές υψίστης οικολογικής σημασίας. Σε έκθεσή της αναφέρει ότι πολλά από τα διεθνώς προστατευόμενα είδη, όπως η βίδρα (Lutralutra) και η πέστροφα (Salmotrutta) μπορεί να εξαφανισθούν από την περιοχή του Αχελώου, εάν πραγματοποιηθεί η εκτροπή του ποταμού, λόγω της καταστροφής των οικότοπων τους. Επίσης, τα παρθένα παραποτάμια δασικά οικοσυστήματα θα καταστραφούν κατά τη διάρκεια των εργασιών και θα ζημιωθούν από την απώλεια του νερού. Η καταστροφή των οικοσυστημάτων αυτών ενδέχεται να επηρεάσει και τους πληθυσμούς άλλων ειδών, όπως ο γκρίζος λύκος (Canislupus), η αγριόγατα (Felissilvestris) και το ελάφι (Capreoluscapreolus).

Λόγω της απουσίας θεσμικού πλαισίου σχετικά με τη χρήση του νερού δεν υπάρχει κανένας έλεγχος στην ποσότητα του νερού που καταναλώνεται για άρδευση, ιδίως στις καλλιέργειες που απαιτούν πολύ μεγάλες ποσότητες νερού, όπως το βαμβάκι και το ρύζι. Αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσμα, η περίσσεια νερού που χρησιμοποιείται να μην απορροφάται από το έδαφος και είτε να εξατμίζεται είτε να καταλήγει στη θάλασσα. Στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων, ο περιορισμός των ποσοτήτων του νερού που χρησιμοποιούνται στη γεωργία μπορεί να επιτευχθεί με τη βελτίωση των αρδευτικών υποδομών (επισκευή και συντήρηση), την προώθηση καλλιεργειών που απαιτούν λιγότερο νερό (ξηρικές καλλιέργειες), την αξιοποίηση επικλινών εδαφών με τη διαμόρφωση αναβαθμίδων και την υιοθέτηση κατάλληλων πρακτικών (π.χ. το πότισμα να γίνεται νωρίς το πρωί ή το βράδυ, ώστε να μειώνονται οι απώλειες νερού).

7.1.2. Βιομηχανία

Στη βιομηχανία χρησιμοποιούνται μεγάλες ποσότητες νερού για την κατασκευή, την επεξεργασία και τον καθαρισμό των προϊόντων. Οι βιομηχανίες παραγωγής χάρτου, τροφίμων, χημικών και επεξεργασίας μετάλλων και πετρελαίου χρησιμοποιούν τις μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Για παράδειγμα, για να κατασκευαστεί ένα αυτοκίνητο χρειάζονται 120.000 λίτρα νερού, χωρίς να υπολογίζεται το νερό που χρειάζεται για να παραχθούν κάποια επιμέρους κομμάτια, όπως οι καθρέπτες, τα χερούλια στις πόρτες οι ζώνες, ή το ραδιόφωνο.

Υπάρχουν ειδικά συστήματα ανακύκλωσης του νερού που χρησιμοποιείται στις βιομηχανίες, τα οποία μετά από ειδική επεξεργασία το καθιστούν κατάλληλο για άρδευση γεωργικής γης και σε πολλές χώρες με σημαντικό πρόβλημα λειψυδρίας (π.χ. Ισραήλ και Κύπρος), ακόμη και για ύδρευση (μετά από βιολογικό καθαρισμό).

7.1.3.Ύδρευση - οικιακή κατανάλωση

Το νερό για ύδρευση προέρχεται είτε από τους υπόγειους υδροφορείς είτε από τα επιφανειακά ύδατα (λίμνες, ποτάμια, ταμιευτήρες). Τα αποθέματα που βρίσκονται στα υπόγεια ύδατα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε διαλυμένες ουσίες, οπότε δεν είναι διαθέσιμα προς άμεση κατανάλωση. Οι αλλαγές του κλίματος (αύξηση της θερμοκρασίας, μείωση των βροχοπτώσεων) μειώνουν τα αποθέματα νερού, ενώ την ίδια στιγμή η κατανάλωσή του αυξάνεται. Στη Μεσόγειο η κατανομή των αποθεμάτων είναι άνιση, με μικρότερη διαθεσιμότητα στο νότο. Η Μάλτα και η Κύπρος έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, ενώ σε πολλές χώρες η άντληση νερού ξεπερνάει το βιώσιμο όριο του 50% των αποθεμάτων τους. Χαρακτηριστικά, στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ αντλείται ήδη το 90% των αποθεμάτων. Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη έλλειψη παρατηρείται νοτιοανατολικά και στα νησιά του Αιγαίου, όπου τα επιφανειακά ύδατα είναι πολύ λίγα και το νερό που καταναλώνεται προέρχεται κυρίως από τους υπόγειους υδροφορείς. Λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε άλατα, το νερό αυτό δεν είναι κατάλληλο για πόση, με αποτέλεσμα τα νησιά αυτά να καλύπτουν τις ανάγκες τους με άλλους τρόπους (εμφιαλωμένο νερό, υδροφόρες, αφαλάτωση). Η χρήση του νερού στα νησιά του Αιγαίου αυξάνεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με το μαζικό τουρισμό, γεγονός που έχει άμεσες συνέπειες στις ποσότητες νερού που αντλούνται από τους υδροφορείς.

Στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων, προτείνονται νέες πρακτικές που μπορούν να ακολουθούνται στην καθημερινή ζωή, οι οποίες μπορούν να μειώσουν δραστικά την ποσότητα νερού που καταναλώνεται. Για παράδειγμα:

α) Να ανοίγουμε τη βρύση μόνο για όσο χρόνο χρειάζεται (π.χ. να μην αφήνουμε το νερό να τρέχει, όταν πλένουμε τα δόντια μας ή τα πιάτα).

β) Να πλένουμε τα ρούχα και τα πιάτα μόνο όταν το πλυντήριο είναι γεμάτο.

γ) Να προτιμάμε να κάνουμε ντους, αντί να γεμίζουμε με νερό την μπανιέρα.

δ) Να ποτίζουμε τον κήπο νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ.

Άλλες πρακτικές αναφέρονται στη συλλογή του νερού της βροχής σε δεξαμενές, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το πότισμα και την καθαριότητα του σπιτιού. Επίσης, σε παρόμοιες δεξαμενές θα μπορούσε να συγκεντρώνεται και το λεγόμενο "γκρίζο" νερό του σπιτιού μας, δηλαδή το νερό που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει στο νιπτήρα του μπάνιου ή τη μπανιέρα, το οποίο μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιείται για το καζανάκι της τουαλέτας ή για πότισμα. Αυτά τα συστήματα είναι αρκετά διαδεδομένα στις Η.Π.Α. και στην Αυστραλία και πρόσφατα έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στην Ευρώπη (εικόνα 49).

 

Εικόνα 49: Ανακύκλωση «γκρίζου» νερού στο σπίτι

Πηγή: (http://www.csep.co.uk/downloads/information_sheet_water_recycling.pdf)

7.2. Ανθρωπογενείς δραστηριότητες που υποβαθμίζουν
τα εσωτερικά ύδατα

7.2.1 Γεωργία

Η εύκολη πρόσβαση σε νερό, αλλά και η παραγωγικότητα των υγροτοπικών και των γειτονικών τους περιοχών έχει ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη χρήση τους ως καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Για την επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων συχνά γίνονται εκχερσώσεις ή και συνολικές αποξηράνσεις υγροτόπων. Κατά τον 20ο αιώνα οι αποξηράνσεις ήταν συνήθης πρακτική στην Ελλάδα, όπου αποξηράνθηκε περίπου το 60% των ελληνικών υγροτόπων. Παραδείγματα τέτοιων αποξηράνσεων υπάρχουν πολλά, με πιο χαρακτηριστικό αυτό της λίμνης Κάρλας στη Θεσσαλία. Η λίμνη Κάρλα ήταν πλούσια σε ψάρια και στις όχθες της υπήρχαν υγρολίβαδα που φιλοξενούσαν πολλά πουλιά και ζώα. Το 1952 κατασκευάστηκε ένα μικρό φράγμα στον Πηνειό, για να συγκρατεί τα νερά που τροφοδοτούσαν τη λίμνη και να μειωθεί η επιφάνειά της, ώστε η γύρω περιοχή να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργειες και για βοσκοτόπια. Αυτό είχε ολέθριες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αρχικά, μειώθηκε το ποσοστό γλυκού νερού που εισχωρούσε στη λίμνη, οπότε, λόγω εξάτμισης, αυξήθηκε η αλατότητα του νερού και μειώθηκε ο αριθμός των ψαριών. Μετά από 10 χρόνια, η λίμνη δεν ήταν πια παραγωγική, οπότε και αποφασίστηκε η αποξήρανσή της. Μετά την αποξήρανση της λίμνης όμως δεν υπήρχε επιφανειακό νερό για την άρδευση, οπότε οι ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό καλύφθηκαν από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα με γεωτρήσεις. Η κατασκευή φραγμάτων, οι εκτροπές ποταμών, οι εκχερσώσεις και οι αποξηράνσεις αποτελούν ανθρωπογενείς επεμβάσεις στα υδάτινα οικοσυστήματα επιφανειακών υδάτων, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται μετά από ενδελεχείς μελέτες των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, καθώς προκαλούν διατάραξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων αυτών, μείωση της βιοποικιλότητας και, μακροχρόνια, δεν μπορούν να εξυπηρετούν το σκοπό για τον οποίο και έγιναν.

Επιπλέον, η χρήση μεγάλων ποσοτήτων λιπασμάτων στις εντατικές καλλιέργειες προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού στα στάσιμα επιφανειακά ύδατα και οδηγεί στη μείωση της βιοποικιλότητας (εικόνα 50). Τα γεωργικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες καταλήγουν στα επιφανειακά ύδατα με τα νερά της βροχής και έχουν τοξικές συνέπειες για τους οργανισμούς που ζουν εκεί.

Εικόνα 50: Ευτροφισμός

 


7.2.2. Κτηνοτροφία

Οι υγρότοποι είναι περιοχές που συχνά χρησιμοποιούνται για τη βόσκηση ζώων. Χαρακτηριστικό ζώο των υγροτοπικών βοσκότοπων ήταν παλαιότερα το βουβάλι, το οποίο, όμως, έχει περιοριστεί πλέον δραματικά σε ελάχιστα εναπομείναντα κοπάδια στον Αξιό, το Γαλλικό, τη Βόλβη, τις Πρέσπες, την Κερκίνη, το Νέστο και τη Βιστωνίδα. Η υπερβόσκηση των υγροτοπικών λιβαδιών μειώνει τη βλάστησή τους και επηρεάζει πολλά άλλα είδη που βρίσκουν καταφύγιο και τροφή εκεί. Ο μεγάλος αριθμός ζώων μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποίηση στις όχθες, διατάραξη των χώρων ωοτοκίας των ψαριών και καταστροφή των φωλιών των ζώων που είναι κοντά στο έδαφος. Για να αποφευχθούν τέτοια προβλήματα, θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση των υγρότοπων για τη βόσκηση ζώων, όπως τα βουβάλια, αλλά θα πρέπει να είναι αυστηρά ελεγχόμενη, ώστε ο αριθμός των ζώων να μην ξεπερνάει τη φέρουσα ικανότητα της κάθε περιοχής.

7.2.3. Αλιεία

Στην Ελλάδα η αλιεία στα επιφανειακά νερά δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, παρολαυτά όμως, συνεχώς αυξάνεται, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας. Στην αλιεία των επιφανειακών υδάτων απασχολούνται πάνω από 1.500 επαγγελματίες, των οποίων η δραστηριότητα ασκείται από 800 επαγγελματικά σκάφη, στη συντριπτική τους πλειονότητα ξύλινα, παλαιά σκάφη μικρών διαστάσεων. Η έλλειψη σύγχρονης τεχνολογίας, η υποβάθμιση των υδάτινων πόρων σε συνδυασμό με τις χαμηλές κατά μέσο όρο τιμές πώλησης των προϊόντων, έχουν περιορίσει την ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής. Η αξιοποίησή των επιφανειακών υδάτων θα πρέπει να στηρίζεται σε μέτρα ορθολογικής διαχείρισης και προστασίας των πόρων και στην τόνωση των αποθεμάτων με ενέργειες εμπλουτισμού. Τα πιο σημαντικά αλιεύσιμα είδη είναι ο γουλιανός, ο κυπρίνος, το τσιρόνι και η πέστροφα.

Εκτός από τα αυτόχθονα είδη που αλιεύονται, 23 ξενικά είδη έχουν εισαχθεί στις ελληνικές λίμνες με σκοπό την ανάπτυξη της εσωτερικής αλιείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρικί (Perca fluvialitis) το οποίο εισήχθη στη λίμνη της Καστοριάς τη δεκαετία του ‘30 με στόχο την ενίσχυση της εγχώριας αλιείας. Παρολαυτά έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα καταστροφικό για το περιβάλλον, μιας και είναι ένας από τους μεγαλύτερους θηρευτές της λίμνης και ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί πολύ, περιορίζοντας τα άλλα είδη της λίμνης. Το πιο γνωστό παγκόσμιο παράδειγμα εισαγωγής ξενικών ειδών, με στόχο την αλιεία, είναι η πέρκα του Νείλου. Το είδος αυτό εισήχθη στη λίμνη Ταγκανίκα λόγω της εύγευστης σάρκας του και της αυξημένης ζήτησής του από τους ευρωπαίους καταναλωτές, όμως επικράτησε σε βάρος των αυτόχθονων ειδών. Συχνά, τα ξενικά είδη δρουν ανταγωνιστικά έναντι στους αυτόχθονους οργανισμούς όσον αφορά στη διαθεσιμότητα χώρου και τροφής. Επιπλέον, τα εισαγόμενα αυτά είδη συχνά δεν έχουν φυσικούς εχθρούς, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα. Η εισαγωγή ξενικών ειδών στα εσωτερικά ύδατα μπορεί να γίνει και ακούσια ως αποτέλεσμα διάνοιξης αρδευτικών καναλιών. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για είδη αυτόχθονα σε γειτονικούς υγρότοπους, οπότε η εισαγωγή τους δεν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο οικοσύστημα.

Αντίστοιχη περίπτωση εισαγωγής φυτικών ξενικών ειδών που προκάλεσε σημαντικά οικολογικά προβλήματα, είναι η εισαγωγή υδρόβιων υάκινθων σε πολλές λίμνες στην Ινδία και στην Αμερική, με σκοπό την καταπολέμηση της ελονοσίας. Παρόλο που πέτυχαν το σκοπό τους, οι υάκινθοι έχουν πλέον καλύψει την επιφάνεια των λιμνών αυτών, προκαλώντας μείωση της έντασης του φωτός και του οξυγόνου στο νερό. Πολλά φυτά και ζώα δεν αντέχουν τις συνθήκες αυτές και πεθαίνουν.

7.2.4. Υδατοκαλλιέργειες

Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας, μέχρι το τέλος του 2000 λειτουργούσαν συνολικά 100 μονάδες πεστροφοκαλλιέργειας και καλλιέργειας σολομού, καθώς επίσης, και 10 μονάδες καλλιέργειας χελιών. Υπάρχουν, όμως, και άλλες μονάδες καλλιέργειας που παράγουν κεφαλοειδή, τιλάπια, γατόψαρο, οξύρυγχο, τσιπούρα και λαβράκι. Τελευταία παρατηρείται ενδιαφέρον στην παραγωγή και άλλων, πέραν των παραπάνω παραδοσιακών ειδών, όπως ψάρια και αμφίβια για ενυδρεία σε εντατικά συστήματα παραγωγής. Οι ιχθυοκαλλιέργειες στα εσωτερικά νερά γίνονται με τη βοήθεια πλωτών ιχθυοκλωβών, και αποτελούν μια διαδικασία σχετικά εύκολη σε σχέση με τις θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες. Ωστόσο, εκτός από την πυκνότητα και τη διάρκεια παραμονής των καλλιεργούμενων ειδών, θα πρέπει να εκτιμηθούν και οι υδρολογικές, φυσικοχημικές και βιολογικές συνθήκες που επικρατούν στον τοπικό υδατικό χώρο, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάσουν το υδάτινο περιβάλλον και, κατ’ επέκταση, τα εκτρεφόμενα είδη. Για παράδειγμα, για τη σωστή καλλιέργεια της πέστροφας απαιτούνται νερά γρήγορης ροής και θερμοκρασίας 14οC ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι ιχθυοκαλλιέργειες, όταν δεν γίνονται σωστά, εμπλουτίζουν το υδάτινο οικοσύστημα με θρεπτικά άλατα και προκαλούν ευτροφισμό. Η κυριότερη πηγή αυτών των θρεπτικών αλάτων είναι η τροφή που δεν καταναλώνεται και τα άπεπτα συστατικά τροφής. Ωστόσο, η σωστή διαχείριση των μονάδων μπορεί να επιφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη και να μειώσει την αλιεία των άγριων ειδών. Επιπλέον, στους υγρότοπους αναπτύσσονται και εκτροφεία γουνοφόρων ζώων.

7.2.5. Βιομηχανία

Αν και στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό της βιομηχανίας συγκεντρώνεται στην παράκτια ζώνη, εν τούτοις αρκετές βιομηχανικές μονάδες βρίσκονται δίπλα σε ποτάμια και λίμνες. Οι πιο σημαντικές από αυτές, είναι μονάδες επεξεργασίας τροφίμων, ζάχαρης και γαλακτοκομικών προϊόντων. Οι βιομηχανίες χρησιμοποιούν νερό κατά την παρασκευή των προϊόντων, αλλά και για την απομάκρυνση των λυμάτων τους. Τα βιομηχανικά απόβλητα απελευθερώνουν βαρέα μέταλλα, όπως είναι το κάδμιο, το μαγγάνιο, ο χαλκός και ο μόλυβδος, στο περιβάλλον. Η παρουσία βλαβερών χημικών ουσιών στο νερό προκαλεί αλλαγές στο οικοσύστημα και πολλά ζώα μπορεί να μην αντέξουν αυτές τις αλλαγές στην ποιότητα του νερού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ρύπανση του νερού δεν είναι ορατή και είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας αποδοχής λυμάτων από τον υδάτινο όγκο. Η μακροχρόνια ρύπανση της λίμνης Κορώνειας της επαρχίας Λαγκαδά, στο νομό Θεσσαλονίκης προκάλεσε τον Αύγουστο του 2004 το θάνατο σε πάνω από 30.000 υδρόβια και παρυδάτια πουλιά τα οποία βρίσκονταν στη μεταναστευτική τους περίοδο. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ακολούθησαν μαζικοί θάνατοι τριών τουλάχιστον ειδών ψαριών που ζουν στη λίμνη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της αλιείας στη λίμνη, της βόσκησης στη γύρω περιοχή και της προσέγγισης των πολιτών. Η ρύπανση του νερού δεν επιβαρύνει μόνο τους υδρόβιους φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς, αλλά έχει επιπτώσεις και στους καταναλωτές των οργανισμών αυτών, ιδιαίτερα σε αυτούς που βρίσκονται ψηλά στην τροφική αλυσίδα, όπως ο άνθρωπος, γι’ αυτό και οι Αρχές απαγόρευσαν όλες τις δραστηριότητες στη λίμνη. Παρόλο που στην Ελλάδα δεν αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, σε χώρες με πυρηνικά εργοστάσια, σημαντική είναι και η ραδιενεργός ρύπανση των νερών. Το πρόβλημα της ρύπανσης αντιμετωπίζεται με καλύτερους ελέγχους στα απόβλητα των βιομηχανιών και καλύτερη εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Οι σύγχρονες μέθοδοι επεξεργασίας βιομηχανικών αποβλήτων, όπως οι βιολογικοί καθαρισμοί, είναι απαραίτητοι για όλες τις βιομηχανίες.

Στη βιομηχανία το νερό χρησιμοποιείται για να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία των πυρηνικών αντιδραστήρων των μονάδων παραγωγής ενέργειας, αλλά και των μηχανών βαρέων βιομηχανιών (διυλιστήρια, εργοστάσια πετροχημικών). Τα εργοστάσια αυτά παίρνουν κρύο νερό και το επιστρέφουν θερμότερο, με αποτέλεσμα να αλλάζουν τη θερμοκρασία του νερού. Η θερμοκρασία του νερού παίζει καθοριστικό ρόλο στα οικοσυστήματα των επιφανειακών υδάτων, με αποτέλεσμα η αύξησή της να επιφέρει σημαντικές μεταβολές. Για την αποφυγή αυτών των προβλημάτων, η διάχυση του θερμού νερού πρέπει να γίνεται σταδιακά και σε πολλαπλά σημεία ή να χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί τρόποι ψύξης (ξηρή ψύξη).

Οι βιομηχανίες ευθύνονται σε μεγάλο ποσοστό και για την ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία μπορεί να προκαλέσει όξυνση των επιφανειακών υδάτων μέσω της όξινης βροχής. Το 1970 εντοπίστηκαν 18.000 λίμνες στη Σουηδία με πολύ αυξημένη οξύτητα, ενώ στις μισές από αυτές ο πληθυσμός των ψαριών είχε μειωθεί δραματικά. Οι οικολογικές επιδράσεις της όξινης βροχής είναι ιδιαίτερα φανερές στα υδάτινα οικοσυστήματα. Το φυσικό pH των περισσοτέρων λιμνών και των ποταμών είναι μεταξύ 6 και 8. Οι λίμνες και τα ποτάμια γίνονται όξινα (δηλαδή, η τιμή του pH πέφτει), όταν το νερό και το έδαφοςπου το περιβάλλει δεν μπορεί να εξουδετερώσει την οξύτητα της βροχής. Σε περιοχές όπου παρατηρείται υπερβολική μείωση του pH, απελευθερώνεται άργιλος από το έδαφος, ο οποίος είναι πολύ τοξικός για πολλά είδη υδρόβιων οργανισμών.

7.2.6. Υδροηλεκτρική Ενέργεια

Μέσω των φραγμάτων και της αξιοποίησης της δυναμικής ενέργειας του νερού παράγεται υδροηλεκτρική ενέργεια. Η υδροηλεκτρική ενέργεια θεωρείται μία καθαρή μορφή ενέργειας (δηλαδή, δεν παράγει διοξείδιο του άνθρακα), όμως η κατασκευή φραγμάτων μπορεί να αποβεί επιζήμια για το περιβάλλον και γι' αυτό απαιτείται μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που θα επιφέρει ένα φράγμα κατά το σχεδιασμό και την κατασκευή του.

7.2.7. Τουρισμός

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση του τουρισμού στα ποτάμια και τις λίμνες. Αυτή η τουριστική ανάπτυξη έχει προκαλέσει αύξηση των αστικών αποβλήτων. Τα αστικά απόβλητα περιέχουν οργανικές και ανόργανες ουσίες που ρυπαίνουν το περιβάλλον και προκαλούν φαινόμενα ευτροφισμού. Επίσης, έχουν αυξημένη συγκέντρωση σε παθογόνους οργανισμούς (π.χ. κολοβακτηρίδια Ε.coli.) που μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες σε ανθρώπους και ζώα. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, τα αστικά κέντρα υποχρεούνται να έχουν βιολογικούς καθαρισμούς, οι οποίοι να αντέχουν και την επιβάρυνση της τουριστικής περιόδου. Εκτός από τα επιφανειακά ύδατα, τα αστικά απόβλητα ρυπαίνουν και τα υπόγεια νερά. Η επιβάρυνση των υπόγειων υδάτων μπορεί να γίνει είτε έμμεσα μέσω των επιφανειακών υδάτων ή άμεσα λόγω διαρροών από τους βόθρους.

Εξαιτίας της φυσικής τους ομορφιάς τα οικοσυστήματα επιφανειακών υδάτων προσφέρονται για αναψυχή και εναλλακτικές μορφές τουρισμού (αγροτουρισμός, αθλητικός τουρισμός κ.ά.) Ο οικοτουρισμός είναι μια μορφή εναλλακτικού τουρισμού που περιλαμβάνει την παρατήρηση πουλιών και τη γνωριμία με τη φύση. Όμως, σε μια ευαίσθητη περιοχή, ακόμα και ένας μικρός αριθμός τουριστών μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Οι τουριστικές δραστηριότητες που επηρεάζουν τους υγρότοπους είναι η κατάβαση ποταμών, είτε με τα πόδια είτε με canoe/kayak/rafting και η παρατήρηση των πουλιών. Ο οικοτουρισμός θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς το περιβάλλον. Για παράδειγμα, στη λίμνη Κερκίνη οι τουριστικές βάρκες αποφεύγουν να προσεγγίσουν τις περιοχές όπου τα πουλιά αναπαράγονται στις εποχές που συμβαίνει αυτό.

7.2.8. Αμμοληψίες

Αμμοληψία είναι η αφαίρεση άμμου από την κοίτη ποταμών, των λιμνών ή από τις ακτές των θαλασσών με τη βοήθεια μηχανικών μέσων (μηχανήματα εξόρυξης, σωλήνες μεταφοράς, ειδικά διαμορφωμένες βάρκες κ.ά.). Η άμμος χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό στις οικοδομές και την οδοποιία. Εκτός από την άμμο, εξορύσσεται και τύρφη από τους βαλτώδεις υγρότοπους. Η τύρφη είναι οργανικό υλικό που δεν έχει αποσυντεθεί πλήρως, με αποτέλεσμα να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο ή ως λίπασμα. Επειδή πρόκειται για υλικό σε ημιαποσύνθεση, η καύση του απελευθερώνει μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, με αποτέλεσμα να ενισχύει το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Στην Ελλάδα οι παράκτιες αμμοληψίες απαγορεύονται, ενώ οι αμμοληψίες στις κοίτες των ποταμών υπόκεινται σε περιορισμούς. Μολονότι οι αμμοληψίες από τις κοίτες των ποταμών αποτρέπουν τη μεταφορά φερτών υλών κατά τις περιόδους των βροχών, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο πλημμύρων, αποτελούν μία από τις πιο ζημιογόνες ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Οι αμμοληψίες διαταράσσουν τα βενθικά και τα παρόχθια τμήματα των οικοσυστημάτων των επιφανειακών υδάτων, μέσα στα οποία ζουν πολλοί οργανισμοί. Για το λόγο αυτό οι αμμοληψίες είναι αυστηρά ελεγχόμενες και απαγορεύονται σε περιοχές που είναι σημαντικές για τα πουλιά. Δυστυχώς, παρά τις απαγορεύσεις, οι δραστηριότητες αυτές συνεχίζονται προκαλώντας σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι στην περιοχή του Δέλτα του Αξιού, η οποία θεωρείται προστατευόμενη, περίπου 250 στρέμματα έχουν καταστραφεί και ότι η εντατική αμμοληψία στο σημείο αυτό έχει μετατοπίσει την κοίτη του ποταμού. Επομένως, θα πρέπει η εφαρμογή της νομοθεσίας και οι έλεγχοι για τη χορήγηση σχετικής άδειας να είναι ιδιαίτερα αυστηροί.

8.   Προστασία των εσωτερικών υδάτων                                                   

Εκτός από τη συνθήκη Ramsar (βλ. παράκτια οικοσυστήματα), υπάρχουν και άλλες συνθήκες ή καθεστώτα προστασίας των υδάτινων οικοσυστημάτων εσωτερικών υδάτων. Στην Ελλάδα οι υγρότοποι του δικτύου NATURA 2000 διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Περιοχές για την Προστασία της Ορνιθοπανίδας (SPA) και Περιοχές Κοινοτικού Ενδιαφέροντος (SCI). Συμφωνα με το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, αρκετοί υγρότοποι της Ελλάδας έχουν κριθεί ως «προστατευόμενοι».

Ο όρος «Προστατευόμενη Περιοχή», σύμφωνα με τη «Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης» (Ι.U.C.Ν.), αναφέρεται σε κάθε χερσαία ή υδάτινη έκταση όπου ο βασικός σκοπός είναι η προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας και των φυσικών και πολιτιστικών πόρων. Η διαχείρισή της πραγματοποιείται διαμέσου θεσμικών ή άλλων αποτελεσματικών μέσων (π.χ. Ενιαίος Φορέας Διαχείρισης). Σύμφωνα με την I.U.C.N., οι προστατευόμενες περιοχές πρέπει να εκφράζουν τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό μεταξύ της διατήρησης των βιοτόπων και της συνύπαρξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Για να επιτευχθεί αυτό, οι προστατευόμενες περιοχές χωρίζονται σε ζώνες. Έτσι, μία περιοχή αποτελείται από τη «ζώνη του πυρήνα», όπου κάθε τύπου δραστηριότητα απαγορεύεται, τη «ρυθμιστική ζώνη», όπου επιτρέπονται πολύ λίγες δραστηριότητες και είναι αυστηρώς ελεγχόμενες (επιστημονική μελέτη, οικοτουρισμός) και τις «μεταβατικές ζώνες», όπου επιτρέπονται περισσότερες δραστηριότητες (π.χ. γεωργία), αλλά είναι σχετικά ελεγχόμενες.

Η προστασία των υγροτόπων προϋποθέτει την προστασία της ευρύτερης περιοχής της λεκάνης απορροής, καθώς αυτή επηρεάζει όλες τις μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές παραμέτρους των οικοσυστημάτων αυτών, καθώς και του υδρογραφικού δικτύου επιφανειακών και υπόγειων υδάτων της περιοχής. Επιπλέον, η προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων, όταν αυτά καταλαμβάνουν εκτάσεις πέρα από τα σύνορα μιας χώρας, προϋποθέτει διακρατικές συνεργασίες. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ολοκληρωμένη[3] προστασία σε επίπεδο λεκανών απορροής, έθεσε σε ισχύ την Οδηγία Πλαίσιο για το Νερό (2000/60), σύμφωνα με την οποία η προστασία των υδάτινων πόρων θα πρέπει να γίνεται σε ολοκληρωμένες λεκάνες απορροής. Οι λεκάνες απορροής έχουν γεωγραφικά όρια, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δε συμπίπτουν με τα όρια νομών ή και κρατών, επομένως, επιβάλλεται η συνεργασία μεταξύ φορέων γειτονικών κρατών. Ένα παράδειγμα τέτοιας συνεργασίας είναι το διασυνοριακό πάρκο των Πρεσπών.

 

Εικόνα 51: Υδατικά Διαμερίσματα της Ελλάδας (www.ypan.gr)

 

Σε εθνικό επίπεδο δημιουργήθηκαν νέα γεωγραφικά διαμερίσματα με βάση τις λεκάνες απορροής, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη συνεργασία των αρμόδιων φορέων. Τα "υδατικά διαμερίσματα" της Ελλάδας που έχουν καθοριστεί, είναι: 1) Δυτικής Πελοποννήσου, 2) Βόρειας Πελοποννήσου, 3) Ανατολικής Πελοποννήσου, 4) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, 5) Ηπείρου, 6) Αττικής, 7) Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, 8) Θεσσαλίας, 9) Δυτικής Μακεδονίας, 10) Κεντρικής Μακεδονίας, 11) Ανα­τολικής Μακεδονίας, 12) Θράκης, 13) Κρήτης και 14) Νήσων Αιγαίου (εικόνα 51).

Οι αρχές δικαίου που διέπουν την περιβαλλοντική εθνική και κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη ρύπανση των υδάτων είναι:

-      Η αρχή της πρόληψης και η αρχή της προφύλαξης, σύμφωνα με τις οποίες οποιαδήποτε ουσία θεωρείται εκ των προτέρων ρυπογόνα ή επιβλαβής, εφόσον δεν είναι γνωστές οι επιπτώσεις της απελευθέρωσής της στο περιβάλλον (π.χ. αν μια βιομηχανία παρασκευάσει μια καινούρια ή μια μεταλλαγμένη ουσία, αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί αυτομάτως ως ρυπογόνος και, άρα, να μην επιτρέπεται η αλόγιστη χρήση και απόρριψή της). Αντίστροφα, εφόσον αποδεδειγμένα μια ουσία δεν είναι επιβλαβής, επιτρέπεται η απόρριψή της στο περιβάλλον.

-      Ο ρυπαίνων πληρώνει, που σημαίνει ότι ο υπεύθυνος της ρύπανσης τιμωρείται και οφείλει να αναλάβει και καταβάλει το κόστος της εξυγίανσης.

-      Η αρχή της συμμε­τοχής και πληροφόρησης του πολίτη, σύμφωνα με την οποία, ο πολίτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει τι συμβαίνει στο περιβάλλον, αλλά και να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων (π.χ. αν μια βιομηχανία θέλει να επεκταθεί, τότε είναι υποχρεωμένη να ενημερώσει τους πολίτες της περιοχής και να τους καλέσει σε ανοιχτή συζήτηση, όπου θα παρουσιάσει τη μελέτη της για τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και θα απαντήσει σε ερωτήματα των πολιτών).

Στην Ελλάδα ο βασικότερος νόμος που διέπεται από αυτές τις αρχές, είναι ο νόμος 3199/2003 για την «Προστασία και διαχείριση των υδάτων», ο οποίος είναι η εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για το Νερό (2000/60) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η καθολική προστασία των υγροτόπων, δηλαδή η πλήρης απαγόρευση οποιασδήποτε χρήσης τους από τον άνθρωπο, είναι αδύνατη για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται η ανάγκη της αειφορικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων και οικοσυστημάτων, δηλαδή η «Σοφή Χρήση», η οποία είχε αναγνωριστεί αρχικά από τη συνθήκη Ramsar. Ως «Σοφή Χρήση» των υδάτινων οικοσυστημάτων ορίζεται η χρήση τους από τον άνθρωπο κατά τρόπο, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του σήμερα, χωρίς να διαταράσσεται η ισορροπία του οικοσυστήματος και να υπονομεύεται η δυνατότητα των επόμενων γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Η αειφορική διαχείριση προϋποθέτει τη γνώση του φυσικού περιβάλλοντος, τη συμμετοχική δράση για τη βέλτιστη χρήση των φυσικών πόρων και μπορεί να εξασφαλίσει την προστασία του περιβάλλοντος ταυτόχρονα με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

 



[1]Στην πραγματικότητα η Κασπία είναι λίμνη, διότι είναι περιτριγυρισμένη από ξηρά, αλλά ονομάστηκε θάλασσα από τους Ρωμαίους, οι οποίοι όταν έφτασαν εκεί και δοκίμασαν το νερό, το βρήκαν αλμυρό.

[2]Αυτό το σύστημα ζώνωσης χρησιμοποιείται στην Δυτική Ευρώπη και αναπτύχθηκε για τον ποταμό Ρήνο στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ζώνες είναι:

   α) Ζώνη της πέστροφας (Salmotrutta, S. gairdneri): η ορεινή ζώνη του ποταμού όπου τα ρεύματα είναι ορμητικά και ο πυθμένας πετρώδης. Στη ζώνη αυτή ζουν είδη πέστροφας και γενικά ψάρια με κυλινδρικό σώμα, καλά προσαρμοσμένα σε ορμητικά ρεύματα και με μεγάλες αναπνευστικές απαιτήσεις σε οξυγόνο.

   β) Ζώνη του τυλιναριού (Leuciscuscephalus) ή του κοκκινόγαστρου (Phoxinusphoxinus): βρίσκεται αμέσως μετά την ορεινή ζώνη στα ποτάμια της δυτικής Ευρώπης (στην Ελλάδα δεν παρατηρείται αυτή η διαφοροποίηση).

   γ) Ζώνη της μπριάνας ή μουστακάτου (Barbusbarbus) ή του τσιρωνιού (Rutilusrutilus): βρίσκεται σε περιοχές με μεταβλητό, αλλά σημαντικής ταχύτητας ακόμα ρεύμα, όπου επικρατούν κυπρινοειδή με μικρότερες αναπνευστικές απαιτήσεις.

   δ) Ζώνητηςλεστιάς (Abramis brama): βρίσκεται σε περιοχές με αργό ρεύμα και αμμώδες υπόστρωμα, όπου ζούνε ψάρια με πλευρικά πλατυσμένο σώμα και χαμηλή κατανάλωση οξυγόνου, όπως τα κυπρινοειδή.

   ε) Ζώνη των εκβολών (υφάλμυρα νερά): εκεί κυριαρχούν ευρύαλα είδη όπως κεφαλόπουλα, λαυράκια, γωβιοί, χέλια κ.λπ.

[3]Η ολοκληρωμένη διαχείριση λαμβάνει υπ’ όψη όλα τα στοιχεία της λεκάνης απορροής χωρίς όμως να συμπεριλαμβά­νονται και τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που είναι απαραίτητα για την αειφορική διαχείριση.

Publicité
Publicité
Commentaires
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Publicité
Pages
Visiteurs
Depuis la création 126 168
Newsletter
Publicité